Ένας Γερμανός φιλόσοφος, ο Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν είχει πει «
Τα όρια της γλώσσας μου είναι τα όρια του Κόσμου μου».
Φυσικά με τη λέξη «Κόσμος» δεν ήθελε να δώσει κάποιον γεωγραφικό προσδιορισμό, αλλά εννοούσε τους πνευματικούς ορίζοντες που ανοίγονται στον κάθε άνθρωπο ή λαό ξεχωριστά.
Η αρχαία ελληνική γλώσσα ήταν το τελειότερο και μεγαλύτερο επίτευγμα του ανθρώπινου είδους ανά τους αιώνας.
Ό,τι πιο μεστό, ολοκληρωμένο και αρμονικό υπήρξε ποτέ. Η μόνη γλώσσα, στην οποία το σημαίνον ταυτίζεται με το σημαινόμενο. Έχει χαρακτηριστεί ως άπειρη, καθώς οι δυνατότητές της είναι ανεξάντλητες. Γι’ αυτό, άλλωστε, έχει αρχίσει να χρησιμοποιείται στην πληροφορική, όπου ακόμα και η αριθμητική κωδικοποίηση αποδείχτηκε ανεπαρκής.
Η δυναμική της Ελληνικής γλώσσας έγκειται στην ελαστικότητά της, στη μοναδική της ικανότητά της να πλάθεται, όχι μόνο προθεματικά ή καταληκτικά, αλλά διαφοροποιώντας σε μερικές περιπτώσεις μέχρι και το θέμα της λέξεως.
Για παράδειγμα οι λέξεις «τίκτω», «τέκνο» και «τοκετός», παρόλο που είναι από την ίδια ρίζα, διαφοροποιούν το θέμα τους. Συνθετικά μπορούμε να έχουμε και «αρχιτέκτων» ή «πρωτότοκος». Η σύνθεση είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο της ελληνικής, καθώς της προσδίδει απεριόριστες δυναμικές στον εμπλουτισμό του λεξιλογίου.
Άξιος λόγου είναι ο πλούτος της γλώσσας μας και όσον αφορά τους διάφορους τύπους λέξεων, την κλίση δηλαδή ρημάτων, ουσιαστικών, επιθέτων κτλ. Ενώ στην αγγλική, για παράδειγμα, τα ουσιαστικά δεν κλίνονται (για παράδειγμα η λέξη cat, ενώ στα ελληνικά λέμε «η γάτα, της γάτας, τη γάτα, γάτα», στην αγγλική θα μείνει σε όλους τους τύπους ίδια).
Επίσης στην αγγλική χρησιμοποιείται συχνά ο ίδιος τύπος για ουσιαστικό και ρήμα. Για παράδειγμα η λέξη lie, που σημαίνει και «ψέμα» και «ψεύδομαι».
Αυτό καθιστά την ελληνική ακριβέστερη σε σχέση με τις άλλες γλώσσες, στις οποίες θα πρέπει κανείς σε μια περίπτωση σαν την παραπάνω να κοιτάξει τα συμφραζόμενα, για να βγάλει ακριβές νόημα.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της γλώσσας μας είναι ο σαφής εννοιολογικός και μορφολογικός διαχωρισμός για λέξεις που στην αγγλική έχουν μία μορφή: life = βίος/ζωή, love = αγάπη/έρωτας. Επίσης στην ελληνική γλώσσα διαφοροποιούνται εννοιολογικά κάποιες λέξεις, που στην αγγλική αποδίδονται με έναν τύπο, διατηρώντας όμως το ριζικό θέμα, π.χ. accident = ατύχημα/δυστύχημα, interest = συμφέρον/ενδιαφέρον.
Επίσης θαυμαστό είναι το πλήθος λέξεων της ελληνικής, οι οποίες δε μπορούν να αποδοθούν επακριβώς σε άλλες γλώσσες.
Λέξεις όπως «φιλότιμο», «παλληκάρι», «άμιλλα», «θαλπωρή» και άλλες.
Η ελληνική γλώσσα είναι τέλεια ως προς τη μαθηματική της δομή και τη μουσικότητά της.
Καμία λέξη δεν είναι γράμματα τυχαία βαλμένα σε μια σειρά, αλλά όλες οι λέξεις διέπονται από μια βαθύτερη σχέση σημασίας και μορφής. Ολόκληρη η ελληνική γλώσσα βασίζεται σε πρωτογενείς έννοιες, σε λέξεις με εγγενές νόημα, οι οποίες διαμορφώθηκαν σταδιακά από την ίδια τη Φύση.
Για παράδειγμα, όπως μας πληροφορεί ο Ησίοδος, ο βόρειος άνεμος ονομάστηκε βόρειος εκ του ρήματος «βοώ» (που παράγεται από τον ήχο, τη βοή του ανέμου, όταν φυσάει) κι από τη λέξη «όρος», γιατί προερχόταν από τα όρη. Αυτό που βρισκόταν άνω των ορών ονομάστηκε ουρανός κ.ο.κ.
Με τα χρόνια η γλώσσα εξελισσόταν όλο και περισσότερο, ακολουθώντας πάντα την αρμονία του Κόσμου. Οι λέξεις έπαιρναν μια νοηματικά τέλεια μορφή, αποδίδοντας με πλήρη ακρίβεια και σοφία το βαθύτερο νόημά τους.
Για παράδειγμα, η λέξη «αστήρ» προκύπτει από το στερητικό α και από το ρήμα «ίστημι», που σημαίνει «στέκομαι». Αστήρ, δηλαδή, είναι αυτό που δε στέκεται, το αεικίνητο, το μη στέρεο (αστέρι).
Η λέξη «άγαλμα» προκύπτει από το ρήμα «αγάλλομαι», επειδή η θέα κάτι όμορφου μας προκαλεί αγαλλίαση. Η αγαλλίασις, από την άλλη, παράγεται από το «αγάλλομαι» + «ίασις», αφού μέσω της ψυχής θεραπεύεται και το σώμα. Βλέπουμε, λοιπόν, πώς οι λέξεις έχουν πρωτογενή σχέση στη σημασία τους. Σε αντίθεση με τη σοφία της ελληνικής σκέψης, οι Λατίνοι ονόμασαν το άγαλμα «statua» (εκ του «status» = στάση από το ελληνικό «ίστημι» πάλι), δηλαδή «αυτό που στέκεται (ακίνητο)». Όταν για τους Έλληνες η αντίστοιχη λέξη αποδίδει κάτι τόσο όμορφο, μια τόσο μεστή σοφίας έννοια, για τους Λατίνους είναι απλά κάτι που στέκεται…
Κι εδώ φαίνεται η γιγαντιαία διαφορά του ελληνικού από τους υπόλοιπους Κόσμους…
Τα γράμματα της αρχαίας ελληνικής αλφαβήτου, όπως γνωρίζουμε, συμβόλιζαν και τους αριθμούς. Αυτό οδήγησε στη δημιουργία λέξεων με μαθηματική δομή, κατά τη μαθηματική δομή του Σύμπαντος. Ο Πυθαγόρας εντρύφησε βαθιά στην αριθμοσοφία, τη μελέτη δηλαδή των σημασιών και των συμβολισμών των αριθμών, και ανέπτυξε τη λεξαριθμική θεωρία, η οποία, σύμφωνα με τον ορισμό του Κοσμά Μαρκάτου, είναι «το κοσμικόν σύστημα, το οποίον διά της Ελληνικής Γλώσσης, όχι μόνον ερμηνεύει τον Κόσμον, το Σύμπαν και κάθε δραστηριότητα αυτού, αλλά παράγει γνώσεις και την Γνώσιν, οριακώς, κατ' αξιωματικόν τρόπον και ανεξαρτήτως τού χρόνου».
Ένα παράδειγμα, για να κατανοήσουμε τη λεξαριθμική θεωρία, είναι η εννοιολογική σχέσις μεταξύ των λέξεων «τρίγωνα» και «γεωμετρία».
Και οι δύο λέξεις μας δίνουν λεξάριθμο 1264. Χαρακτηριστικά μας λέει ο κύριος Μαρκάτος: «η λεξαριθμική ισότης συνεπάγεται και την σημασιολογικήν, ότι δηλαδή, υφίσταται και εννοιολογική σχέσις μεταξύ τών δύο εννοιών. Πράγματι αι έννοιαι συνδέονται αρρήκτως, η έννοια της Γεωμετρίας απορρέει εκ της εννοίας τού τριγώνου : Αυτό εκφράζει την εννοιολογικήν σχέσιν, ήτις εδώ επαληθεύεται».
Κάτι άλλο που μας δείχνει τη σοφία της ελληνικής γλώσσης είναι η ίδια της η αλφάβητος, η οποία αποτελεί μια μυστική επίκληση στο Όλον Φως της αρχαίας ελληνικής σκέψης. Η σειρά των γραμμάτων, όπως εμείς την γνωρίζουμε, δεν είναι καθόλου τυχαία.
Σε μια πρώιμη ελληνική γλώσσα η εκφώνησή τους είναι μία μεστή νοήματος και ορθή γραμματικά και συντακτικά προσευχή. Αφού προσθέσουμε το στίγμα (γράμμα της αρχαίας ελληνικής αλφαβήτου, που σήμερα δεν υπάρχει) και τα εννοούμενα συνδετικά και ρήματα, τα οποία συχνά παραλείπονταν στην αρχαία, όταν η σημασία τους ήταν αυτονόητη, το αποτέλεσμα είναι το εξής:
«"Αλ φά, βη τά Γά! Άμα δέ "Ελ, τά εψ ίλών. Στή ίγμα (ίνα) ζή τα, ή τα, θή τα Ίώτα κατά παλλάν Δά. (Ινα) μή νύξ ή, ό μικρόν (έστί) πυρός δε ιγμα ταφή εψ ιλων, φύ (οι) Ψυχή. ό μέγα (εστί)».
Αλ = Ο νοητός ήλιος
Φά-ος = το φως
Βή = προστακτική του ρήματος βαίνω (=βαδίζω, έρχομαι).
Τα = δοτική άρθρου δωρικού τύπου τη, εις την
Γά= Γή (δωρικός τύπος)
Άμα = (επιρρ.) συγχρόνως.
"Ελ = ο ορατός Ήλιος, ο Ερχόμενος.
Έψ = ρήμα έψομαι, εψ-ημένος - ψημένος.
Ίλών = ιλύς (ουσιαστικό) = λάσπη, πηλός.
Στή = προστακτική ρήματος ίστημι.
"Ιγμα = καταστάλαγμα, απόσταγμα.
Ζή = προστακτική ρήματος ζω.
Ή = προστακτική ρήματος ειμί, είμαι.
Θή = προστακτική ρήματος θέτω. Ίώτα = τα Ιώγα, τα Εγώ.
Παλάν = Ρήμα πάλλω (= δονούμαι, περιστρέφομαι) επίθετο παλλάς =
πάλλουσα, περιστρεφόμενη (παράβαλε: Παλλάς Αθηνά).
Δα = άλλος τύπος της Γα, Γης (παράβαλε: Δα- μήτηρ > Δημήτηρ >Δήμητρα =
Μητέρα Γή)
Νύξ = (ουσ.) νύχτα.
"Ο = (αναφ.) το οποίο, που.
Φύ (οι) = ευκτική ρήματος φύω (φυτρώνω, αναπτύσσομαι)
Δηλαδή:
«Αλ, εσύ που είσαι το Φως, έλα στη Γη. Κι εσύ Ελ ρίξε τις ακτίνες σου στον πηλό που ψήνεται (που βρίσκεται σε κατάσταση αναβρασμού). Ας γίνει ένα καταστάλαγμα (μια ξηρά) για να μπορέσουν τα Εγώ να ζήσουν, να υπάρξουν και να σταθούν πάνω στην παλλόμενη Γη. Ας μην επικρατήσει η νύχτα, που είναι το μικρόν, και κινδυνέψει να ταφεί (να σβήσει, να χαθεί) το καταστάλαγμα του πυρός μέσα στον αναβράζοντα πηλό (στη Γη), και ας αναπτυχθεί η Ψυχή, που είναι το μέγιστο, το σημαντικότερο όλων».
Προφέροντας, λοιπόν, τα γράμματα της αλφαβήτου μας, εκφωνώντας την ελληνική γλώσσα, χωρίς να το συνειδητοποιούμε, ερχόμαστε σε επαφή με το Θείον.
Βάσει όλων των παραπάνων, και ξαναγυρνώντας εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε, δεν είναι να απορεί κανείς που τα όρια του αρχαίου ελληνικού Κόσμου άγγιξαν το άπειρο, κατακτώντας τις επιστήμες, τις τέχνες, τα γράμματα, την ίδια τη Γνώση και, με αυτά για όπλα, ολόκληρο τον πλανήτη.
Αν οι ορίζοντες του ελληνικού πνεύματος ήταν τόσο ευρείς, αυτό οφειλόταν στην ελληνική γλώσσα, που είναι ανεξάντλητη και τέλεια.
«Τα όρια της γλώσσας μου είναι τα όρια του Κόσμου μου».
Η ελληνική γλώσσα δεν έχει όρια.