Ήθη και έθιμα της σύγχρονης εποχής
© Γιώργος Παναγιωτάκης |
Η Μάνη, οι προσκυνητές στο Ταίναρο και το παμπάλαιο γκρεμισμένο εκκλησάκι των Αγίων Ασωμάτων.
O ήλιος στα Κοκκινόγεια, κοντά στο Ταίναρο, ετοιμάζεται να πέσει πίσω από το βουνό, το ηλιοβασίλεμα όμως αργεί ακόμα.
Είναι η ώρα που η παντελώς έρημη τους υπόλοιπους μήνες περιοχή γεμίζει με επισκέπτες.
Οι περισσότεροι έρχονται παρακινημένοι από κάποιο άρθρο που διάβασαν σε κάποιο σάιτ, το οποίο -έχοντας αντιγράψει κάποιο άλλο σάιτ, που και εκείνο το είχε κάνει copy paste από ένα τρίτο- έχει εντάξει αυτή τη διαδρομή στα πέντε, στα εφτά ή στα δέκα πράγματα που πρέπει οπωσδήποτε να κάνεις αν βρεθείς για διακοπές στη Μάνη.
Θα αφήσουν τα αυτοκίνητά τους όσο πιο κοντά γίνεται στην αφετηρία της διαδρομής, θα βαδίσουν για κανένα μισάωρο στο σχετικά εύκολο μονοπάτι –το οποίο όμως, όπως θα ανακαλύψουν με οδύνη ορισμένοι, δε είναι συμβατό με τις σαγιονάρες- θα φτάσουν στον φάρο, θα φωτογραφηθούν, κάποιοι θα ανεβάσουν απευθείας τις φωτογραφίες στο Instagram, θα επιστρέψουν, θα μπουν ξανά στα αυτοκίνητα και θα φύγουν.
Είναι μια όχι πολύ πυκνή αλλά συνεχής ροή ανθρώπων, που κρατά το πολύ δύο ώρες.
Νωρίτερα ο ήλιος είναι ανελέητος, αργότερα είναι πια νύχτα.
Αυτή είναι η ιδανική ώρα, ώστε να πετύχει κανείς και το ηλιοβασίλεμα, το γράφουν και τα σάιτ.
Στη γύρω μαγευτική περιοχή όπου στην αρχαιότητα υπήρχε μια ολόκληρη πόλη με δύο λιμάνια, νεκρομαντείο και υπνομαντείο, θα τριγυρίσουν λίγοι.
Τα λαξευμένα στον βράχο απομεινάρια των κτιρίων, των νεόσοικων, των θεραπευτηρίων και των δρόμων θα τα εκτιμήσουν ελάχιστοι.
Το παμπάλαιο γκρεμισμένο εκκλησάκι των Αγίων Ασωμάτων, πάντως, το οποίο φημολογείται ότι έχει χτιστεί πάνω στα ερείπια ενός ναού του Ποσειδώνα ή του Απόλλωνα –εξαρτάται από πού αντέγραψαν οι συντάκτες του κάθε σάιτ το κείμενο- το επισκέπτεται πολύς κόσμος.
Το μαρτυρούν τα πρόσφατα αναθήματα και οι επιγραφές με επικλήσεις στον Ποσειδώνα, αφού σε αυτόν κρίθηκε πιο ταιριαστό να ανήκε ο αρχικός ναός.
Οι αρχαιολόγοι, βέβαια, υποστηρίζουν ότι το αρχαίο ιερό του Ποσειδώνα βρισκόταν λίγες δεκάδες μέτρα πιο μακριά και ότι το εκκλησάκι χτίστηκε με θραύσματα και αρχιτεκτονικά μέλη που υπήρχαν διάσπαρτα στην περιοχή, αλλά αυτό δεν έχει μεγάλη σημασία.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, όταν επισκέφτηκα για πρώτη φορά την περιοχή, η εικόνα ήταν πολύ διαφορετική.
Η Μάνη κρατούσε ακόμη κάτι από τον απρόσιτο χαρακτήρα της που αποθάρρυνε τον πολύ κόσμο. Ειδικά εδώ, στην άκρη του Θεού («Κριτήρι» ονόμαζαν το μέρος οι παλιοί Μανιάτες, καθώς εδώ κρίνονταν οι ψυχές των πεθαμένων) δεν υπήρχε ψυχή ζώσα.
Στο δε γκρεμισμένο εκκλησάκι έβλεπες μονάχα μία εικόνα του Αγίου Νικολάου, του διαδόχου του Ποσειδώνα σε ό,τι αφορά τις θαλασσινές αρμοδιότητες.
Αναθήματα είδα για πρώτη φορά στις αρχές της δεκαετίας του 2010.
Τότε ήταν λίγα και βρίσκονταν στην κόγχη του ναού, όμως την επόμενη φορά, πέντε-έξι χρόνια αργότερα, είχαν πολλαπλασιαστεί.
Υπήρχε ένα άδειο μπουκάλι κρασί, λίγα πλαστικά λουλούδια, ένα ματσάκι θυμάρι, μία παράξενη πολαρόιντ, μία απόδειξη από ψαροταβέρνα στο Πόρτο Κάγιο (σ.σ. διόλου ευκαταφρόνητο το ποσό), ένα τρύπιο ψάθινο καπέλο, ένα τραπουλόχαρτο…
Κάποιοι Ιταλοί είχαν γράψει σε μια καρτούλα, «Ciao Poseidone! Come stai?» και από κάτω ζητούσαν από τον θεό κάτι που δεν έβγαζα.
Του είχαν αφήσει και δύο κέρματα των πέντε λεπτών.
Σύμφωνοι, το όλο πράγμα γινόταν για πλάκα, όμως είχε και κάτι το συγκινητικό, σου έδινε μια αίσθηση συνέχειας, ένιωθες ότι το νήμα που μας ενώνει με το μακρινό παρελθόν δεν έχει κοπεί οριστικά.
Φέτος, το εκκλησάκι-ναός έχει ξεχειλίσει από προσφορές.
Δε βρίσκονται πια μόνο στην κόγχη, αλλά και γύρω και πάνω στην σπασμένη αρχαία κολώνα που λογικά κάποτε στήριζε την ιερή τράπεζα της εκκλησίας.
Κάποιοι έχουν κάψει κεριά, τα οποία έχουν λιώσει και κολλήσει παντού.
Άλλοι έχουν γράψει τα αρχικά τους και διάφορες φράσεις πάνω στην κολώνα.
Βλέπεις ακόμη άδεια αντηλιακά, τρύπια μπρατσάκια, ένα σπασμένο κινητό, ένα πλαστικό κουκλάκι πόκεμον, ένα φουλάρι, πολλές πέτρες με επιγραφές, ένα άδειο κουτί από προφυλακτικά...
Με άλλα λόγια, η πλάκα και η όποια συγκίνηση έχουν κάνει φτερά και βρίσκεσαι μπροστά σε ένα ακόμη ενοχλητικό παρελκόμενο της τουριστικής ανάπτυξης και της κυριαρχίας της κουλτούρας των social media.
Από την άλλη, όμως, και οι αρχαίοι προσκυνητές παρακινημένοι από ένα τρεντ της εποχής τους δεν έφταναν ως εδώ; Άσε που η αγορά που είχε στηθεί τότε γύρω από το ιερό ήταν πολύ πιο μεγάλη και επικερδής.
Μέχρι και διπλούς τοίχους είχαν στην αρχαιότητα τα νεκρομαντεία, ώστε οι ιερείς να μπορούν να τρυπώνουν εκεί και να ψιθυρίζουν αθέατοι στους επισκέπτες φράσεις και μαντεψιές που δήθεν έρχονταν κατευθείαν από τον Άδη.
Ενώ σήμερα τι υπάρχει;
Ό,τι καταφέρουν να τσιμπήσουν οι ινφλουένσερς του Instagram σαν αντίτιμο για τις σέλφις που θα βγάλουν στον φάρο.
Προσκυνητές είμαστε λοιπόν και εμείς οι τουρίστες του καλοκαιριού, απλά τη βγάζουμε πιο φτηνά. Και αν όχι σε ό,τι αφορά την τσέπη μας, σίγουρα σε ό,τι αφορά το ψυχικό κόστος που απαιτεί το βαθύτερο δέσιμο με τον κάθε τόπο και τις μνήμες που κουβαλάει.
Γιώργος Παναγιωτάκης