Αν θυμάμαι καλά, αυτή την φράση την είπε ο Κεμάλ Ατατούρκ.
Ο παππούς μου πολέμησε στην μικρασιατική εκστρατεία, και μου έλεγε ότι νικούσαμε σε όλα τα μέτωπα του πολέμου .
Οι διαταγές για υποχώρηση άρχισαν να έρχονται ξαφνικά χωρίς να υπάρχει κανείς μα κανείς λόγος .
Πολεμούσαν οι δικοί μας σαν λιοντάρια .
Ξαφνικά τα ελάφια άρχισαν να δίνουν διαταγές για υποχώρηση , και εκεί άρχισε το κακό .
Αυτά που γράφω, τα διασταύρωσα μικρός με πάρα πολλούς από αυτούς που πολέμησαν τότε εκεί . Κανείς δεν είπε ότι χάσαμε μάχη . Όλοι μιλάγανε για διαταγές οπισθοχώρησης, χωρίς κανένα λόγο .
Την ιστορία της χαμένης πατρίδας, μας την λένε ψεύτικη, ένα μιλημένο παιχνίδι από πριν.
Ο πόλεμος αυτός γράφτηκε πριν καν ξεκινήσει, λες και όλα όσα γίνονται στον τόπο μας, γίνονται για να δοκιμαζόμαστε και μόνο.
Λες και όλα γίνονται για να γεννιούνται ήρωες .
Η πρώτη γενιά αυτών που διώχθηκαν έφυγε, και σχεδόν έφυγε και η δεύτερη γενιά. Ο πατέρας μου έφυγε πριν τέσσερα χρόνια, και μείνανε ελάχιστοι πια απ την γενιά του,
μείναμε εμείς η τρίτη γενιά και δεν ξεχνάμε. Δεν ξεχνά κανείς Έλληνας.
Έχω στο σπίτι μου την φωτογραφία από ένα γάμο στην Σμύρνη.
Η γιαγιά μου είναι όρθια στα δεξιά ντυμένη με ναυτικό συνολάκι.
Ο πατέρας (μάλλον) της νύφης κάθεται στην καρέκλα στο κέντρο έχοντας τη νύφη δίπλα του, και πολλοί συγγενείς από γύρω.
Η γιαγιά είναι στα δεκαέξι της απ ότι θυμάμαι.
Το παράξενο σ αυτή την φωτογραφία, είναι πως όλοι στέκονται σοβαροί, λες και ξέρανε τι θα γίνει . . . Η φωτογραφία αυτή είναι τραβηγμένη το είκοσι δυο, λίγο πριν την καταστροφή. . .
Πρόσωπα σοβαρά με κοιτάνε μέσα από αυτή την φωτογραφία και ρωτάνε γιατί. . .
Απαθανατισμένη μια στιγμή πριν τον θάνατο.
Από αυτούς όλους, μόνο η γιαγιά μου ήρθε εδώ στην Ελλάδα ,έμεινε πάνω σε μια συκιά την ώρα που οι τούρκοι κόβανε κορμιά.
Αν κάποιος κοίταζε πάνω, η γιαγιά μου δεν θάφταμε εδώ.
Ένα κοριτσάκι δεκαέξι χρονών, έβλεπε την σφαγή κι έτρεμε σφιγμένο σ ένα κλαδί . . . και το αίμα έτρεχε . . .
Είναι πέντε ξημερώματα στη Σμύρνη τώρα θα χαράζει και στα χωριά της πατρίδας θ ακούγονται τα κοκόρια στην πρωινή δροσιά . . .νυσταγμένοι άνθρωποι τ ακούνε μέσα στον ύπνο τους κι ετοιμάζονται να σηκωθούν . .
Πως αντέχεις Ήλιε μου κι ορθώνεσαι σ αυτά τα μέρη;
Μαρία! Γιάννη! Χαράλαμπε! Αλέξανδρε !
Γιώργο! Μιχάλη! Αντωνάκη!
άντε βρέ ! ξυπνήστε ! . . . . . .
Η Μαρία δεν θα ξυπνήσει . . .
Ο Αντωνάκης δεν θα σηκωθεί . .
Κάνεις δε θα δει τον Ήλιο να ανατέλλει . . .γιατί δεν κοιμήθηκαν.
Τους πρόλαβε το βάρβαρο χέρι του τούρκου, τους μακέλεψε, τους χάλασε .
Η μάνα έβγαλε την φωνή με την ψυχή μαζί σκεπάζοντας το παιδί της που της τ άρπαξαν μες απ τα χέρια και τοσφαξαν μπροστά της.
Τα αίματα τους ανακατεύτηκαν στη σκόνη, στο χώμα.
Η γυναίκα στη φωτογραφία έγινε σφαχτάρι στο δρόμο, κομματιάστηκε βάρβαρα, με μανία πολλή.
Η γυναίκα και το παιδί της έμειναν μέρες στο δρόμο με μάτια ανοιχτά χωρίς να βλέπουν , χωρίς ν ακούνε τα κοκόρια που φώναζαν την κάθε ανατολή .
Οι ορδές του Αττίλα, βάρβαρα στίφη, ζώα με ανθρώπινη μορφή, κλάδεψαν, κατέστρεψαν, ρήμαξαν το άνθος της ανατολής.
Το αίμα και ο θρήνος πότισαν τη γη της Ιωνίας.
Στον πόντο στα καταπράσινα χωρία το κλάμα της μάνας, ο σπαραγμός, η ανατριχίλα απ τη φωνή του παιδιού που ξεψυχάει σφαγμένο, ακούγονται αν σκύψεις κι αφουγκραστείς τη γη.
Κουφάρια σπίτια χωρίς πόρτες και παράθυρα, ετοιμόρροπα, στέκουν ορθά φαντάσματα και φωνάζουν. . .
Στα βάθη της ανατολής τα καραβάνια δεν έφτασαν . . .
Ο σπαραγμός κι η σφαγή στοιχειώνουν. . .
Στην ανατολή ξημερώνει , αλλά καλημέρα δεν ακούς . . .
Μιχαήλ
Πηγή
Ο παππούς μου πολέμησε στην μικρασιατική εκστρατεία, και μου έλεγε ότι νικούσαμε σε όλα τα μέτωπα του πολέμου .
Οι διαταγές για υποχώρηση άρχισαν να έρχονται ξαφνικά χωρίς να υπάρχει κανείς μα κανείς λόγος .
Πολεμούσαν οι δικοί μας σαν λιοντάρια .
Ξαφνικά τα ελάφια άρχισαν να δίνουν διαταγές για υποχώρηση , και εκεί άρχισε το κακό .
Αυτά που γράφω, τα διασταύρωσα μικρός με πάρα πολλούς από αυτούς που πολέμησαν τότε εκεί . Κανείς δεν είπε ότι χάσαμε μάχη . Όλοι μιλάγανε για διαταγές οπισθοχώρησης, χωρίς κανένα λόγο .
Την ιστορία της χαμένης πατρίδας, μας την λένε ψεύτικη, ένα μιλημένο παιχνίδι από πριν.
Ο πόλεμος αυτός γράφτηκε πριν καν ξεκινήσει, λες και όλα όσα γίνονται στον τόπο μας, γίνονται για να δοκιμαζόμαστε και μόνο.
Λες και όλα γίνονται για να γεννιούνται ήρωες .
Η πρώτη γενιά αυτών που διώχθηκαν έφυγε, και σχεδόν έφυγε και η δεύτερη γενιά. Ο πατέρας μου έφυγε πριν τέσσερα χρόνια, και μείνανε ελάχιστοι πια απ την γενιά του,
μείναμε εμείς η τρίτη γενιά και δεν ξεχνάμε. Δεν ξεχνά κανείς Έλληνας.
….....
Όταν λέμε Έλληνας, είναι σα να λέμε Ελευθερία .
Η Ελευθερία είναι το δέντρο που ποτίζεται με το αίμα των Ελλήνων .
Αυτός που προσκυνάει δεν μπορεί να είναι Έλληνας, δεν γίνεται .
Ο άρχοντας του κακού ζήτησε απ τον Ιησού Χριστό να προσκυνήσει με αντάλλαγμα όλο τον κόσμο . Ο Χριστός μας όμως δεν το έκανε. Τι ωφελείται άνθρωπος εάν τον κόσμο όλο κερδίσει, τη δε αυτού ψυχή ζημιωθεί;
Το τίμημα λοιπόν που πλήρωσε ο Θεάνθρωπος ήταν ο σταυρός. Αντί για τον κόσμο όλο, σταυρώθηκε. ΣΤΑΥΡΩΘΗΚΕ ΚΑΙ ΚΕΡΔΙΣΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΟΛΟΝ.
Η ζωή μας αυτή είναι .
Η Ελευθερία έχει τίμημα, την αγαπάς, την υπερασπίζεσαι, την διεκδικείς.
Ελευθερία Θέωση.
Ο σταυρικός θάνατος δεν ήταν θάνατος, αλλά ο δρόμος της Ελευθερίας απ τα σαρκικά δεσμά .
Ο σπόρος χάνεται, αλλά γίνεται τεράστιο δέντρο.
Αν ο σπόρος δεν χαθεί, δεν πρόκειται να υπάρξει δέντρο.
……….
Έχω στο σπίτι μου την φωτογραφία από ένα γάμο στην Σμύρνη.
Η γιαγιά μου είναι όρθια στα δεξιά ντυμένη με ναυτικό συνολάκι.
Ο πατέρας (μάλλον) της νύφης κάθεται στην καρέκλα στο κέντρο έχοντας τη νύφη δίπλα του, και πολλοί συγγενείς από γύρω.
Η γιαγιά είναι στα δεκαέξι της απ ότι θυμάμαι.
Το παράξενο σ αυτή την φωτογραφία, είναι πως όλοι στέκονται σοβαροί, λες και ξέρανε τι θα γίνει . . . Η φωτογραφία αυτή είναι τραβηγμένη το είκοσι δυο, λίγο πριν την καταστροφή. . .
Πρόσωπα σοβαρά με κοιτάνε μέσα από αυτή την φωτογραφία και ρωτάνε γιατί. . .
Απαθανατισμένη μια στιγμή πριν τον θάνατο.
Από αυτούς όλους, μόνο η γιαγιά μου ήρθε εδώ στην Ελλάδα ,έμεινε πάνω σε μια συκιά την ώρα που οι τούρκοι κόβανε κορμιά.
Αν κάποιος κοίταζε πάνω, η γιαγιά μου δεν θάφταμε εδώ.
Ένα κοριτσάκι δεκαέξι χρονών, έβλεπε την σφαγή κι έτρεμε σφιγμένο σ ένα κλαδί . . . και το αίμα έτρεχε . . .
Είναι πέντε ξημερώματα στη Σμύρνη τώρα θα χαράζει και στα χωριά της πατρίδας θ ακούγονται τα κοκόρια στην πρωινή δροσιά . . .νυσταγμένοι άνθρωποι τ ακούνε μέσα στον ύπνο τους κι ετοιμάζονται να σηκωθούν . .
Πως αντέχεις Ήλιε μου κι ορθώνεσαι σ αυτά τα μέρη;
Μαρία! Γιάννη! Χαράλαμπε! Αλέξανδρε !
Γιώργο! Μιχάλη! Αντωνάκη!
άντε βρέ ! ξυπνήστε ! . . . . . .
Η Μαρία δεν θα ξυπνήσει . . .
Ο Αντωνάκης δεν θα σηκωθεί . .
Κάνεις δε θα δει τον Ήλιο να ανατέλλει . . .γιατί δεν κοιμήθηκαν.
Τους πρόλαβε το βάρβαρο χέρι του τούρκου, τους μακέλεψε, τους χάλασε .
Η μάνα έβγαλε την φωνή με την ψυχή μαζί σκεπάζοντας το παιδί της που της τ άρπαξαν μες απ τα χέρια και τοσφαξαν μπροστά της.
Τα αίματα τους ανακατεύτηκαν στη σκόνη, στο χώμα.
Η γυναίκα στη φωτογραφία έγινε σφαχτάρι στο δρόμο, κομματιάστηκε βάρβαρα, με μανία πολλή.
Η γυναίκα και το παιδί της έμειναν μέρες στο δρόμο με μάτια ανοιχτά χωρίς να βλέπουν , χωρίς ν ακούνε τα κοκόρια που φώναζαν την κάθε ανατολή .
Οι ορδές του Αττίλα, βάρβαρα στίφη, ζώα με ανθρώπινη μορφή, κλάδεψαν, κατέστρεψαν, ρήμαξαν το άνθος της ανατολής.
Το αίμα και ο θρήνος πότισαν τη γη της Ιωνίας.
Στον πόντο στα καταπράσινα χωρία το κλάμα της μάνας, ο σπαραγμός, η ανατριχίλα απ τη φωνή του παιδιού που ξεψυχάει σφαγμένο, ακούγονται αν σκύψεις κι αφουγκραστείς τη γη.
Κουφάρια σπίτια χωρίς πόρτες και παράθυρα, ετοιμόρροπα, στέκουν ορθά φαντάσματα και φωνάζουν. . .
Στα βάθη της ανατολής τα καραβάνια δεν έφτασαν . . .
Ο σπαραγμός κι η σφαγή στοιχειώνουν. . .
Στην ανατολή ξημερώνει , αλλά καλημέρα δεν ακούς . . .
Μιχαήλ
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΜΟΝΟ ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΑ ΣΧΟΛΙΑ