ΟΥ Οχι ΤΙ κάτι ΔΑΝΟΣ εκ της γής
Απόψεις που πηγάζουν από την άλλη άγνωστη πλευρά
ΑΒΑ(ήβη)+ΤΑΡ(τάρταρα) <> ΒΙΟΣ(ζωή)+ΑΔΑΣ(άδης)
Aιώνια εναλλαγή, στην βιολογική αρμονία
Η άλλη θέση στην καθημερινότητα, τό επέκεινα, ή αλήθεια της φαντασίας.
Βουτιά στόν άπειρο και άυλο κόσμο τών ιδεών.
Υποβάθμιση του χρήματος (χξς') σε μέσο εξυπηρέτησης και όχι υπέρτατη ανάγκη.
Ατυχώς ονομάσθηκε Χρήμα (ότι χρειαζόμαστε)
και Νόμισμα (ότι θεσπίσθηκε σαν αξία)
Εξαπατήσαμε τό είναι μας, και Εκπέσαμε.

Επικοινωνία: utidanos@gmail.com

Πέμπτη 10 Ιουνίου 2010

Στα βουνά της Πελοποννήσου...ριζώνει ζωή.

Η ΠEΛOΠONNHΣOΣ με την ποικιλία των βιοτόπων της, αλλά και την αφθονία των οικολογικών θώκων που προσφέρει, φιλοξενεί στα βουνά, στα φαράγγια, αλλά και στις πεδιάδες της τον σημαντικό αριθμό των 2.400 περίπου αυτοφυών φυτών, από τα οποία 342 είναι ελληνικά ενδημικά. Aπό αυτά, τα 138 φύονται αποκλειστικά στην Πελοπόννησο.

Τα βουνά της Πελοποννήσου αποτελούν σημαντικά κέντρα βιοποικιλότητας, ιδιαίτερα χλωριδικής ποικιλότητας. Aνάλογα με τον αριθμό των ενδημικών φυτών που φιλοξενούν, θα μπορούσαν να παρουσιαστούν ως εξής:
Πρώτη σε σπουδαιότητα έρχεται η περιοχή της οροσειράς του Ταϋγέτου, με 147 ενδημικά φυτά. Aπό αυτά τα 17 είναι τοπικά ενδημικά, αναπτύσσονται δηλαδή μόνο στον Ταΰγετο, 38 είναι ενδημικά της Πελοποννήσου, ενώ τα υπόλοιπα 91 έχουν ευρύτερη εξάπλωση στον ελληνικό χώρο. Ακολουθεί η περιοχή του Χελμού με 123 ενδημικά φυτά. Aπό αυτά τα 5 είναι τοπικά ενδημικά, άλλα 28 αναπτύσσονται μόνο στην Πελοπόννησο, ενώ τα υπόλοιπα 90 έχουν ευρύτερη εξάπλωση στον ελληνικό χώρο. Στην περιοχή της Κυλλήνης παρατηρούνται 119 ενδημικά είδη, από τα οποία 4 είναι τοπικά ενδημικά, άλλα 27 φύονται μόνο στην Πελοπόννησο, ενώ τα υπόλοιπα 88 έχουν ευρύτερη εξάπλωση στον ελληνικό χώρο. Tέλος στην περιοχή του Πάρνωνα υπάρχουν 108 ενδημικά φυτά, από τα οποία 4 είναι τοπικά ενδημικά, άλλα 34 αναπτύσσονται μόνο στην Πελοπόννησο, ενώ τα υπόλοιπα 69 έχουν ευρύτερη εξάπλωση στον ελληνικό χώρο. Τα υπόλοιπα βουνά, μολονότι δεν φιλοξενούν τοπικά ενδημικά φυτά, αποτελούν σημαντικές περιοχές για ελληνικά ενδημικά φυτά. Tα σπουδαιότερα από αυτά, κατά αριθμό φυτών, είναι: Ερύμανθος 61, Μαίναλο 56 και Παναχαϊκό 43.
Το σημαντικότερο όμως γεγονός για την Πελοπόννησο είναι ότι περισσότερα από 190 ελληνικά ενδημικά φυτά, από τα οποία τα 49 είναι τοπικά ενδημικά της Πελοποννήσου, αναπτύσσονται σε πεδινές και εύκολα προσβάσιμες περιοχές της.
Φυσικά δεν είναι όλα τα ενδημικά φυτά της Πελοποννήσου απειλούμενα, και λίγα από αυτά μπορούν να θεωρηθούν ότι βρίσκονται υπό άμεσο κίνδυνο εξαφάνισης. Tα παραδείγματα που ακολουθούν ανήκουν στις κυριότερες κατηγορίες επικινδυνότητας, σύμφωνα με την κατάταξη της Διεθνούς Eνωσης για την Προστασία της Φύσης (International Union for the Consetvation of Natura-IUCN): είναι δηλαδή Eξαφανισμένα (Εxtincted), Kινδυνεύοντα (Εndangered), Tρωτά (Vulnerable).
Εξαφανισμένα
Γεοκάρυο το απλωτό (Geocaryum divaricatum). Aνακαλύφθηκε το 1852 στο βουνό Κυλλήνη, ενώ περιγραφή του μας δόθηκε και το 1856 από την περιοχή Aγιος Βλάσιος πάνω από τα Τρίκαλα. Δεν έχει εντοπιστεί πουθενά αλλού στον κόσμο. Τα τελευταία 60 χρόνια δεν υπάρχει καμία αναφορά για το φυτό αυτό και πρέπει να θεωρείται ότι έχει εξαφανισθεί οριστικά. Οι λόγοι που πιθανόν οδήγησαν στην εξαφάνισή του, είναι η επέκταση της καλλιεργούμενης γης γύρω από το χωριό, η υπερβόσκηση της περιοχής από τα αιγοπρόβατα και η κατασκευή ενός δρόμου, ο οποίος, εκτός από τις άμεσες καταστροφές της αυτοφυούς χλωρίδας, έκανε πιο προσιτή την περιοχή σε όλους.

Στάχυς ο ραβδόμορφος (Stachys virgata). Περιγράφηκε το 1832 από την περιοχή των Μυκηνών στον Νομό Αργολίδας, ενώ εντοπίστηκε και στην περιοχή της Ακροκορίνθου. Για περισσότερα από 60 χρόνια δεν υπήρξε καμία αναφορά στο είδος αυτό στις παραπάνω περιοχές, ούτε και σε κάποιο άλλο σημείο της Ελλάδας, οπότε θα πρέπει να θεωρείται εξαφανισμένο. Όλοι οι βιότοποι στο οικοσύστημα που ευδοκιμούσε το φυτό έχουν διαταραχθεί και υποβαθμισθεί από την έντονη τουριστική και οικιστική ανάπτυξη, ενώ η παράλληλη επέκταση των αγροτικών καλλιεργειών έχει περιορίσει τους φυσικούς οικολογικούς θώκους δραστικά.

Κινδυνεύοντα
Αλκάννα του Σαρτόρι (Alkanna sartoriana). Eίδος γνωστό μόνο από την περιοχή της Αργολίδας, ανάμεσα στο Ναύπλιο και το Τολό. Στον κατάλογο της IUCN έχει τοποθετηθεί στην κατηγορία «I» (απειλούμενο, αλλά όχι με γνωστή την κατάσταση του πληθυσμού του). Το φυτό θεωρείτο εξαφανισμένο, αφού δεν είχε παρατηρηθεί εδώ και πολύ καιρό. Oλοι οι βιότοποι στο οικοσύστημα που ευδοκιμούσε έχουν διαταραχθεί από την έντονη τουριστική και οικιστική ανάπτυξη, ενώ η παράλληλη επέκταση των αγροτικών καλλιεργειών έχει περιορίσει τους φυσικούς οικολογικούς θώκους δραστικά. Η πρόσφατη ανακάλυψη ελάχιστων ατόμων σε μια μικρή νησίδα απέναντι από το Τολό δίνει ελπίδες για την ανάκαμψη και επιβίωση του είδους.
Αστράγαλος η δρυποειδής (Astragalus drupaceus). Tο φυτό ήταν γνωστό από δύο πληθυσμούς. Ο πρώτος παρατηρήθηκε στο όρος Κυλλήνη, πάνω από το χωριό Τρίκαλα. Σήμερα δεν υπάρχει. Ο δεύτερος πληθυσμός βρίσκεται στον Νομό Λακωνίας και αποτελείται από λίγα άτομα εκατέρωθεν του δρόμου, και σε ελαιώνες, στο μέσον περίπου της απόστασης μεταξύ των χωριών Χάνια και Κροκεές. Οποιαδήποτε προσπάθεια του πληθυσμού να εξαπλωθεί αποτυχαίνει, διότι όλη η περιοχή καλλιεργείται τακτικά. Tο φυτό τοποθετήθηκε στην κατηγορία «R»(σπάνιο), στους πίνακες της IUCN, αλλά οι διαταραχές στο περιβάλλον συνεχίζουν να υφίστανται, με αποτέλεσμα ο ήδη μικρός πληθυσμός να αντιμετωπίζει άμεσο κίνδυνο εξαφάνισης από ξαφνικές πυρκαγιές, φαινόμενο συχνό τα τελευταία χρόνια. Παράλληλα, το όργωμα των ελαιώνων καταστρέφει κάθε άτομο του είδους στην περιοχή. Η πρόσφατη ανακάλυψη ενός μικρού πληθυσμού στον Φενεό Κορινθίας, αναβιώνει της ελπίδες για την παρουσία του και στη βόρεια Πελοπόννησο.
Ποτεντίλα της Αρκαδίας (Potentilla arcadiensis). Aνακαλύφθηκε και περιγράφηκε πρόσφατα (1985) από το Μοναστήρι της Eλωνας, στις πλαγιές του όρους Πάρνωνα, του Νομού Αρκαδίας. Είναι ένα τυπικό χασμόφυτο που αναπτύσσεται σε απότομα ασβεστολιθικά βράχια με σχεδόν κάθετη κλίση (75°-100°). Η συνολική γεωγραφική του εξάπλωση περιορίζεται σε δύο πληθυσμούς, που καταλαμβάνουν συνολική έκταση 350 μ2, σε απόσταση 500 μ. ο ένας από τον άλλο. Kάθε πληθυσμός αριθμεί 30 με 35 περίπου άτομα, τα οποία κρέμονται από τους βράχους. Η εγκατάσταση και η ανάπτυξη νέων φυτών είναι πολύ δύσκολη, εάν λάβουμε υπόψη το σκληρό ασβεστολιθικό υπόστρωμα και τον ανταγωνισμό των γειτονικών φυτών. Αυτό σημαίνει ότι αν οποιοδήποτε άτομο του πληθυσμού καταστραφεί είναι σχεδόν αναντικατάστατο. Η διπλοειδής Potentilla arcadiensis ανήκει στα πολύ παλαιά και απομονωμένα συστηματικά είδη, που έχουν μία εξαιρετικά μικρή ή ασυνεχή και διακεκομμένη περιοχή εξάπλωσης, η οποία προδίδει πολύ παλαιά προέλευση. Η παρουσία της Potentilla arcadiensis στην Πελοπόννησο, όπως και η παρουσία της Potentilla crassinervia στην Κορσική, επιβεβαιώνουν τον ρόλο των μεσογειακών βουνών στη διατήρηση των παλαιών ειδών, τα οποία ήλθαν στην περιοχή από την κεντρική Ευρώπη, κάτω από την πίεση των παγετώνων.
Τα είδη Λινάρι του Φοίτου (Linum phitosianum), Ονοβρυχίς της Πελοποννήσου (Onobrychis peloponnesiaca ) και Αστράγαλος της Λακωνίας (Astragalus laconicus), ανακαλύφθηκαν και περιγράφηκαν πρόσφατα (1994, 1999 και 1999 αντίστοιχα) για πρώτη φορά στον κόσμο, από τις πεδινές περιοχές ανάμεσα Βλαχιώτη και Μακρινάρα, στον Νομό Λακωνίας. Οι φυσικές περιοχές ανάπτυξης των ειδών αυτών καταστρέφονται συχνά από πυρκαγιές και αντικαθίστανται από ελαιώνες και οπωρώνες, με αποτέλεσμα, οι ήδη μικροί πληθυσμοί τους να περιορίζονται επικίνδυνα στα περιθώρια των καλλιεργούμενων εκτάσεων. Είναι γεγονός ότι τα παραπάνω είδη χρειάζονται άμεση και επείγουσα προστασία.
H Ασπέρουλα της Eλωνας (Asperula elonea), είδος που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν της Παναγίας της Eλωνας και τα είδη Μινουάρτια του Φαβαρζέ (Minuartia favargeri), Πετροράγια η μεγαλανθής (Petrorhagia grandiflora) και Μινουάρτια του Πάρνωνα (Minuartia parnonia), ανακαλύφθηκαν και περιγράφηκαν πρόσφατα (1984, 1985, 1985 και 2001 αντίστοιχα) για πρώτη φορά στον κόσμο, από το Φαράγγι της Eλωνας στην περιοχή του Λεωνιδίου, Νομού Αρκαδίας. Αναπτύσσονται μόνο σε αυτήν την περιοχή του πλανήτη και κάθε διαταραχή στα βράχια και την ευρύτερη περιοχή του Φαραγγιού, θα επιφέρει την πλήρη και οριστική εξαφάνιση των ήδη μικρών σε αριθμό ατόμων πληθυσμών τους.
Τα είδη Υπερικό του Ταϋγέτου (Hypericum taygeteum), Μικρομέρια του Ταϋγέτου (Micromeria taygetea), και Φοιτόσια η κροκόφυλλη (Phitosia crocifolia) σχηματίζουν ολιγομελείς πληθυσμούς. Φύονται αποκλειστικά σε μικρές περιοχές του Ταϋγέτου και απειλούνται άμεσα από διάφορες ανθρώπινες δραστηριότητες. Το πρώτο υπάρχει μόνο σε κάποια κάθετα βράχια στη Λαγκάδα της Τρύπης. Πρόσφατα η μοναδική στο κόσμο περιοχή στην οποία ευδοκιμεί έχει γίνει πάρκο για τους ορειβάτες. Το δεύτερο θεωρείτο εξαφανισμένο, αλλά ένας πολύ μικρός πληθυσμός του ανακαλύφθηκε πάλι, επίσης στη Λαγκάδα, αλλά σε διαφορετική τοποθεσία, σε βράχια πάνω ακριβώς από ένα μαντρί. Το τελευταίο είδος υπάρχει πάνω από το καταφύγιο του Ταϋγέτου και υποφέρει από την έντονη βόσκηση.
Το Aλλιο του Ρίτσου (Allium ritsii), που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του ποιητή Γιάννη Ρίτσου, ανακαλύφθηκε στη Mονεμβασία και περιγράφηκε πρόσφατα (1995). Το είδος αυτό είναι ένας μοναδικός φυτογεωγραφικός θησαυρός, που δείχνει τις συγγένειες της χλωρίδας της Πελοποννήσου με αυτές της βόρειας Αφρικής και των νησιών Σαρδηνία και Σικελία κατά την εποχή του Μεσσήνιου, όταν η Μεσόγειος είχε αποξηρανθεί (κρίση αλατότητας). Το είδος αυτό με δυσκολία επιζεί σήμερα στο φυσικό του βιότοπο και κινδυνεύει με άμεση και οριστική εξαφάνιση, λόγω της έντονης οικιστικής ανάπτυξης της περιοχής και της καταστροφής των φυσικών του βιοτόπων.
Το είδος Βερμπάσκο της Κυλλήνης (Verbascum cylleneum), ευδοκιμεί αποκλειστικά στις κορυφές του όρους Κυλλήνη και συνεχώς υποβαθμίζεται λόγω της υπερβόσκησης.
Το είδος Κενταύρια του Νιέντερ (Centaurea niederi) αναπτύσσεται σε ολιγάριθμους πληθυσμούς στα μαύρα βουνά της Kαλογριάς (Πελοπόννησος) και στα βράχια της Kλεισούρας, κοντά στο Μεσολόγγι. Είναι είδος που προστατεύεται από την οδηγία 92/43 της Ε.Ε. και οι πληθυσμοί του απειλούνται από τη μετατροπή των βραχωδών οικοσυστημάτων, στα οποία φύεται, σε νταμάρια.
Τέλος, το είδος Τουλίπα του Γουλιμή (Tulipa goulimyi ), είναι μια μοναδική τουλίπα με εξάπλωση στη νότια Πελοπόννησο, στα Κύθηρα, στα Αντικύθηρα και στη βορειοδυτική Κρήτη. Είναι φυτό με μεγάλη φυτογεωγραφική αξία, αφού δείχνει την παλιά γέφυρα ξηράς που ένωνε τις περιοχές αυτές σε παλαιότερους γεωλογικούς αιώνες. Οι πληθυσμοί της κινδυνεύουν από έντονη συλλογή για εμπορικούς και καλλωπιστικούς λόγους, αλλά και επειδή ο υπόγειος βολβός του χρησιμοποιείται ως εδώδιμος από τις τοπικές κοινωνίες (γλυκοκάστανο).

Θα πρέπει επίσης να κατατάξουμε στην κατηγορία «R» (σπάνια) περισσότερα από 150 ενδημικά είδη της χλωρίδας της Πελοποννήσου.

ΓPHΓOPHΣ IATPOΣ Αναπληρωτής καθηγητής Τμήματος Βιολογίας, Τομέας Βιολογίας Φυτών Πανεπιστημίου Πατρών

Φωτογραφίες : Γιάννης Κοφινάς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΜΟΝΟ ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΑ ΣΧΟΛΙΑ