Ιωάννης Σ. Θεοδωράτος Περί Αλός
Δημοσιογράφος – Αμυντικός Αναλυτής
Από το editorial του περιοδικού «Στρατοί και Τακτικές»,τεύχος 14, Μάϊος 2011, Αιγίς Εκδοτική.
Στις αρχές του 20ου αιώνα η Ελλάδα βρισκόταν για μια ακόμη φορά σε περίοδο εσωτερικής κρίσης, όταν στα Βαλκάνια, η αναδυόμενη βουλγαρική δύναμη ενισχυόταν, ο Μακεδονικός Αγώνας εντεινόταν και η Οθωμανική Αυτοκρατορία μοίραζε φρούδες ελπίδες στους υπόδουλους πληθυσμούς, μέσω των ιδεών που προσκόμιζε η Επανάσταση των Νεότουρκων (11 Ιουλίου 1908).
Ωστόσο η Κωνσταντινούπολη είχε θέσει σε εφαρμογή ένα ευρύτατο πρόγραμμα ναυτικών εξοπλισμών, καθώς είχε καταστεί σαφές στους Οθωμανούς ότι η μεγιστοποίηση της ναυτικής ισχύος της αυτοκρατορίας θα αποθάρρυνε το Ελληνικό Βασίλειο να παρέμβει και να λύσει υπέρ του το «φλέγον» Κρητικό Ζήτημα.
Την ίδια στιγμή η κυβέρνηση Ράλλη προωθούσε την ιδέα της ελληνο-τουρκικής ομοσπονδίας, μέσω της τελωνειακής ενοποίησης, ασπαζόμενη το όραμα της «Οργάνωσης της Κωνσταντινούπολης» περί ενός ελληνο-τουρκικού ανατολικού κράτους!
Η Αθήνα είχε αργήσει να συνειδητοποιήσει στον βαθμό που άρμοζε την αξία της ναυτικής ισχύος, καθώς μόλις το 1907 είχε συγκροτηθεί το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού. Το βάρος της ήττας το 1897 σε συνδυασμό με την πολιτική αναταραχή, είχαν αφήσει το Βασιλικό Ναυτικό σε οικτρή κατάσταση. Το 1909 ο στόλος αποτελείτο από οκτώ αντιτορπιλικά (τέσσερα τύπου «Νίκη» και τέσσερα τύπου «Θύελλα») και ως κύριες ναυτικές μονάδες διέθετε τα τρία παλαιά και ακατάλληλα θωρηκτά (παραγγέλθηκαν επί Τρικούπη το 1890) «Υδρα», «Σπέτσαι» και «Ψαρά». Τα θωρηκτά αυτά διέθεταν παλαιού τύπου λέβητες και πυροβολικό βραδείας βολής τεχνολογίας 1887. Στην άλλη πλευρά το Οθωμανικό Ναυτικό παρέτασσε 5 θωρηκτά, 7 θωρακισμένα καταδρομικά, 1 καταδρομικό, 4 θωρακοδρόμωνες καθώς και 10 αντιτορπιλικά/ τορπιλοβόλα.
Οι Οθωμανοί γνώριζαν ότι το κλειδί για την διατήρηση της κυριαρχικής τους θέσης στο Αιγαίο ήταν η ναυτική ισχύς. Με αυτήν θα προάσπιζαν τα συμφέροντά τους στην Κρήτη και στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, καθώς πλην της Ελλάδας αντιμετώπιζαν τις γεωπολιτικές φιλοδοξίες της Ιταλίας και το πάντα επίφοβο Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό. Η ελληνική κοινή γνώμη δεν γνώριζε τις κινήσεις των Τούρκων, ενώ οι δαπάνες του Ναυτικού υπολείπονταν κατά πολύ αυτές του Στρατού. Χάρις στις ενέργειες του ανθυποπλοιάρχου Περικλή Αργυρόπουλου (δημοσίευσε το 1907 το εξαιρετικό έργο του «Ναυτικόν της Ελλάδος Πρόγραμμα»), την υποστήριξη που παρείχε ο Τύπος μέσω των διαφωτιστικών αλλά και αφυπνιστικών δημοσιευμάτων, κατέστη δυνατή η υιοθέτηση μιας νέας πολιτικής ναυτικών εξοπλισμών, η οποία οδήγησε στην απόφαση προμήθειας του θωρακισμένου καταδρομικού «Γεώργιος Αβέρωφ» το 1909. Η επιτυχία ήταν μείζονος σημασίας καθώς έλυσε τη διαμάχη που είχε δημιουργηθεί σε επίπεδο ναυτικής στρατηγικής και εξοπλισμών, μεταξύ της πλευράς που εξέφραζε ο Γάλλος ναύαρχος Φουρνιέ, η οποία τασσόταν υπέρ ενός «ελαφρού» ναυτικού και της άλλης που πρότεινε την απόκτηση μεγάλων ναυτικών μονάδων. Το αμυντικό (τορπίλη) κατά του επιθετικού (πυροβόλα) δόγματος εξέφραζε επίσης και τις πολιτικές τάσεις της εποχής. Η γαλλική πρόταση απέβλεπε στην συγκρότηση στόλου αποτελούμενου από 10 υποβρύχια (με ακτίνα δράσης 1.500-2.000 μίλια και οπλισμένων με έξι τορπίλες των 450 χλστ), τεσσάρων καταδρομικών μεγάλης ταχύτητας και 12 ταχέων αντιτορπιλικών. Έτσι η Γαλλία θα κατάφερνε να ελέγξει πλήρως το Βασιλικό Ναυτικό, εξασφαλίζοντας εργασία και χρήματα για την πολεμική της βιομηχανία, έχοντας επίσης επιτύχει τη δημιουργία ενός καθόλα «ευάλωτου» Ναυτικού, σε περίπτωση που το φιλογερμανικό παλάτι τασσόταν υπέρ των Κεντρικών Αυτοκρατοριών. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι γαλλικές τράπεζες είχαν ήδη εξασφαλίσει ομολογιακό δάνειο για την πληρωμή των εξοπλισμών.
Η κυβέρνηση Θεοτόκη απέρριψε την γαλλική πρόταση και τον Οκτώβριο του 1909 με την σημαντική χορηγία του εθνικού ευεργέτη Γεώργιου Αβέρωφ (πλήρωσε το ¼ της αξίας), αποκτήθηκε από τα ιταλικά ναυπηγεία Orlando το ομώνυμο πλοίο. Το θωρακισμένο καταδρομικό «Γ. Αβέρωφ» καθελκύστηκε στις 12 Μαρτίου 1910 και η ελληνική σημαία υψώθηκε στις 16 Μαίου 1911. Το «θωρηκτό» κατέπλευσε στο Φάληρο την 1η Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους μέσα σε ενθουσιώδη ατμόσφαιρα. Το «Γ. Αβέρωφ» ήταν το πολεμικό πλοίο που άφησε την σφραγίδα του στη νεότερη ελληνική ιστορία και δικαιωματικά θεωρείται ως το πλέον ένδοξο πλοίο του Ναυτικού της μεταεπαναστατικής Ελλάδας.
Το τι θα είχε συμβεί εάν ακολουθείτο η πρόταση Φουρνιέ είναι εύκολο σήμερα, έναν αιώνα μετά, να διαπιστωθεί. Το 1912 ο στόλος στερούμενος της υπηρεσίες ενός πλοίου της ισχύος του «Γ. Αβέρωφ», απλά δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει την κατάληψη των νησιών και να επιβάλλει τη ναυτική κυριαρχία στο Αιγαίο. Ίσως και η πορεία του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου να ήταν διαφορετική, καθώς ο στόλος δεν θα μπορούσε να αποτρέψει την μεταφορά ενισχύσεων από την Μικρά Ασία. Ένα πλοίο αποτέλεσε τον απόλυτο πολλαπλασιαστή ισχύος – υπό την ηγεσία του Π. Κουντουριώτη – μεταβάλλοντας τους συσχετισμούς ισχύος στην περιοχή του Αιγαίου.
Η ανάπτυξη ναυτικής ισχύος υπήρξε η κρίσιμη παράμετρος που οδήγησε την Αθήνα στην μέγιστη ακμή της και έσωσε την Ελλάδα από την περσική απειλή. 25 αιώνες αργότερα η ανάδειξη και κατανόηση των πλεονεκτημάτων της – υπό τα τότε δεδομένα – έδωσε στην Αθήνα (πρωτεύουσα των Ελλήνων) το πλεονέκτημα για να συμπεριλάβει στην ελληνική επικράτεια το Αιγαίο και την Κρήτη.
Σήμερα καλούμαστε με την ευκαιρία συμπλήρωσης 100 ετών από την παραλαβή του «Γ. Αβέρωφ» να προβληματιστούμε ξανά πάνω στο ερώτημα, τι είδους Πολεμικό Ναυτικό θέλουμε. Ένα ΠΝ που θα εκφυλιστεί λόγω της οικονομικής κρίσης να εκτελεί καθήκοντα Ακτοφυλακής, ή ένα Ναυτικό ικανό να προασπίσει τα γεωστρατηγικά συμφέροντα του Ελληνισμού στην Ανατολική Μεσόγειο; Η διατήρηση της ναυτικής ισχύος διαχρονικά συνδέθηκε με την ακμή των Ελλήνων. Από την παραμέλησή της θα ξεκινήσει και η όποια παρακμή, προς όφελος της ανερχόμενης Νέο-Οθωμανικής …
Πηγή
Δημοσιογράφος – Αμυντικός Αναλυτής
Από το editorial του περιοδικού «Στρατοί και Τακτικές»,τεύχος 14, Μάϊος 2011, Αιγίς Εκδοτική.
Στις αρχές του 20ου αιώνα η Ελλάδα βρισκόταν για μια ακόμη φορά σε περίοδο εσωτερικής κρίσης, όταν στα Βαλκάνια, η αναδυόμενη βουλγαρική δύναμη ενισχυόταν, ο Μακεδονικός Αγώνας εντεινόταν και η Οθωμανική Αυτοκρατορία μοίραζε φρούδες ελπίδες στους υπόδουλους πληθυσμούς, μέσω των ιδεών που προσκόμιζε η Επανάσταση των Νεότουρκων (11 Ιουλίου 1908).
Ωστόσο η Κωνσταντινούπολη είχε θέσει σε εφαρμογή ένα ευρύτατο πρόγραμμα ναυτικών εξοπλισμών, καθώς είχε καταστεί σαφές στους Οθωμανούς ότι η μεγιστοποίηση της ναυτικής ισχύος της αυτοκρατορίας θα αποθάρρυνε το Ελληνικό Βασίλειο να παρέμβει και να λύσει υπέρ του το «φλέγον» Κρητικό Ζήτημα.
Την ίδια στιγμή η κυβέρνηση Ράλλη προωθούσε την ιδέα της ελληνο-τουρκικής ομοσπονδίας, μέσω της τελωνειακής ενοποίησης, ασπαζόμενη το όραμα της «Οργάνωσης της Κωνσταντινούπολης» περί ενός ελληνο-τουρκικού ανατολικού κράτους!
Η Αθήνα είχε αργήσει να συνειδητοποιήσει στον βαθμό που άρμοζε την αξία της ναυτικής ισχύος, καθώς μόλις το 1907 είχε συγκροτηθεί το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού. Το βάρος της ήττας το 1897 σε συνδυασμό με την πολιτική αναταραχή, είχαν αφήσει το Βασιλικό Ναυτικό σε οικτρή κατάσταση. Το 1909 ο στόλος αποτελείτο από οκτώ αντιτορπιλικά (τέσσερα τύπου «Νίκη» και τέσσερα τύπου «Θύελλα») και ως κύριες ναυτικές μονάδες διέθετε τα τρία παλαιά και ακατάλληλα θωρηκτά (παραγγέλθηκαν επί Τρικούπη το 1890) «Υδρα», «Σπέτσαι» και «Ψαρά». Τα θωρηκτά αυτά διέθεταν παλαιού τύπου λέβητες και πυροβολικό βραδείας βολής τεχνολογίας 1887. Στην άλλη πλευρά το Οθωμανικό Ναυτικό παρέτασσε 5 θωρηκτά, 7 θωρακισμένα καταδρομικά, 1 καταδρομικό, 4 θωρακοδρόμωνες καθώς και 10 αντιτορπιλικά/ τορπιλοβόλα.
Οι Οθωμανοί γνώριζαν ότι το κλειδί για την διατήρηση της κυριαρχικής τους θέσης στο Αιγαίο ήταν η ναυτική ισχύς. Με αυτήν θα προάσπιζαν τα συμφέροντά τους στην Κρήτη και στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, καθώς πλην της Ελλάδας αντιμετώπιζαν τις γεωπολιτικές φιλοδοξίες της Ιταλίας και το πάντα επίφοβο Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό. Η ελληνική κοινή γνώμη δεν γνώριζε τις κινήσεις των Τούρκων, ενώ οι δαπάνες του Ναυτικού υπολείπονταν κατά πολύ αυτές του Στρατού. Χάρις στις ενέργειες του ανθυποπλοιάρχου Περικλή Αργυρόπουλου (δημοσίευσε το 1907 το εξαιρετικό έργο του «Ναυτικόν της Ελλάδος Πρόγραμμα»), την υποστήριξη που παρείχε ο Τύπος μέσω των διαφωτιστικών αλλά και αφυπνιστικών δημοσιευμάτων, κατέστη δυνατή η υιοθέτηση μιας νέας πολιτικής ναυτικών εξοπλισμών, η οποία οδήγησε στην απόφαση προμήθειας του θωρακισμένου καταδρομικού «Γεώργιος Αβέρωφ» το 1909. Η επιτυχία ήταν μείζονος σημασίας καθώς έλυσε τη διαμάχη που είχε δημιουργηθεί σε επίπεδο ναυτικής στρατηγικής και εξοπλισμών, μεταξύ της πλευράς που εξέφραζε ο Γάλλος ναύαρχος Φουρνιέ, η οποία τασσόταν υπέρ ενός «ελαφρού» ναυτικού και της άλλης που πρότεινε την απόκτηση μεγάλων ναυτικών μονάδων. Το αμυντικό (τορπίλη) κατά του επιθετικού (πυροβόλα) δόγματος εξέφραζε επίσης και τις πολιτικές τάσεις της εποχής. Η γαλλική πρόταση απέβλεπε στην συγκρότηση στόλου αποτελούμενου από 10 υποβρύχια (με ακτίνα δράσης 1.500-2.000 μίλια και οπλισμένων με έξι τορπίλες των 450 χλστ), τεσσάρων καταδρομικών μεγάλης ταχύτητας και 12 ταχέων αντιτορπιλικών. Έτσι η Γαλλία θα κατάφερνε να ελέγξει πλήρως το Βασιλικό Ναυτικό, εξασφαλίζοντας εργασία και χρήματα για την πολεμική της βιομηχανία, έχοντας επίσης επιτύχει τη δημιουργία ενός καθόλα «ευάλωτου» Ναυτικού, σε περίπτωση που το φιλογερμανικό παλάτι τασσόταν υπέρ των Κεντρικών Αυτοκρατοριών. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι γαλλικές τράπεζες είχαν ήδη εξασφαλίσει ομολογιακό δάνειο για την πληρωμή των εξοπλισμών.
Η κυβέρνηση Θεοτόκη απέρριψε την γαλλική πρόταση και τον Οκτώβριο του 1909 με την σημαντική χορηγία του εθνικού ευεργέτη Γεώργιου Αβέρωφ (πλήρωσε το ¼ της αξίας), αποκτήθηκε από τα ιταλικά ναυπηγεία Orlando το ομώνυμο πλοίο. Το θωρακισμένο καταδρομικό «Γ. Αβέρωφ» καθελκύστηκε στις 12 Μαρτίου 1910 και η ελληνική σημαία υψώθηκε στις 16 Μαίου 1911. Το «θωρηκτό» κατέπλευσε στο Φάληρο την 1η Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους μέσα σε ενθουσιώδη ατμόσφαιρα. Το «Γ. Αβέρωφ» ήταν το πολεμικό πλοίο που άφησε την σφραγίδα του στη νεότερη ελληνική ιστορία και δικαιωματικά θεωρείται ως το πλέον ένδοξο πλοίο του Ναυτικού της μεταεπαναστατικής Ελλάδας.
Το τι θα είχε συμβεί εάν ακολουθείτο η πρόταση Φουρνιέ είναι εύκολο σήμερα, έναν αιώνα μετά, να διαπιστωθεί. Το 1912 ο στόλος στερούμενος της υπηρεσίες ενός πλοίου της ισχύος του «Γ. Αβέρωφ», απλά δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει την κατάληψη των νησιών και να επιβάλλει τη ναυτική κυριαρχία στο Αιγαίο. Ίσως και η πορεία του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου να ήταν διαφορετική, καθώς ο στόλος δεν θα μπορούσε να αποτρέψει την μεταφορά ενισχύσεων από την Μικρά Ασία. Ένα πλοίο αποτέλεσε τον απόλυτο πολλαπλασιαστή ισχύος – υπό την ηγεσία του Π. Κουντουριώτη – μεταβάλλοντας τους συσχετισμούς ισχύος στην περιοχή του Αιγαίου.
Η ανάπτυξη ναυτικής ισχύος υπήρξε η κρίσιμη παράμετρος που οδήγησε την Αθήνα στην μέγιστη ακμή της και έσωσε την Ελλάδα από την περσική απειλή. 25 αιώνες αργότερα η ανάδειξη και κατανόηση των πλεονεκτημάτων της – υπό τα τότε δεδομένα – έδωσε στην Αθήνα (πρωτεύουσα των Ελλήνων) το πλεονέκτημα για να συμπεριλάβει στην ελληνική επικράτεια το Αιγαίο και την Κρήτη.
Σήμερα καλούμαστε με την ευκαιρία συμπλήρωσης 100 ετών από την παραλαβή του «Γ. Αβέρωφ» να προβληματιστούμε ξανά πάνω στο ερώτημα, τι είδους Πολεμικό Ναυτικό θέλουμε. Ένα ΠΝ που θα εκφυλιστεί λόγω της οικονομικής κρίσης να εκτελεί καθήκοντα Ακτοφυλακής, ή ένα Ναυτικό ικανό να προασπίσει τα γεωστρατηγικά συμφέροντα του Ελληνισμού στην Ανατολική Μεσόγειο; Η διατήρηση της ναυτικής ισχύος διαχρονικά συνδέθηκε με την ακμή των Ελλήνων. Από την παραμέλησή της θα ξεκινήσει και η όποια παρακμή, προς όφελος της ανερχόμενης Νέο-Οθωμανικής …
Πηγή
Γλυκομυρίζουν οι στιγμές η άνοιξη σαν μπαίνει μιας ηλιαχτίδας ζεστασιά μεσ'την καρδιά σου φέρνει http://i54.tinypic.com/23r0hvp.jpg
ΑπάντησηΔιαγραφή