Κάποτε γεννήθηκε ένα παιδί, και στις τρεις μέρες πήγαν οι Μοίρες να το μοιράνουν.
-Όταν θα μεγαλώσει και θα 'ρθει η μέρα να γίνει ο γάμος του, θα περάσει ένα ποτάμι κι εκεί μέσα θα πέσει και θα πνιγεί. Έτσι έγραψαν οι Μοίρες.
Αλλά ο Αι- Γιώργης και ο Αι- Δημήτρης, που παράστεκαν το παιδί, άκουσαν το ριζικό του και δεν το δέχτηκαν.
-Αυτό είναι άδικο είπαν.
-Έτσι είναι γραμμένο, αποκρίθηκαν οι Μοίρες.
-Αν όμως θελήσει να του χαρίσει κάποιος λίγα χρόνια από τα δικά του, θα τ' αφήσετε το παιδί να ζήσει;
-Άμα βρεθεί τέτοιος άνθρωπος, θα ζήσει, είπαν οι Μοίρες.
Πέρασαν τα χρόνια κι ήρθε η ώρα του παιδιού να παντρευτεί.
Ο γάμος του έγινε σε άλλο χωριό, και στο γυρισμό για το σπίτι, το παλικάρι, η γυναίκα του και τα γονικά του βρέθηκαν μπροστά σε ένα ποτάμι. Τότε, ο Αι-Γιώργης και ο Αι-Δημήτρης, που τους συντρόφευαν καβάλα στ' άλογά τους, γιατί ήξεραν τι κακό ήταν γραμμένο του παιδιού, ξεπέζεψαν κι είπαν του πατέρα:
-Η τύχη του παιδιού σου είναι, τώρα που θα περάσει το ποτάμι να πνιγεί. Θα γλυτώσει μόνο αν βρεθεί ένας άνθρωπος να του δώσει λίγα από τα χρόνια του. Δίνεις εσύ, που είσαι ο πατέρας του, λίγα από τα δικά σου χρόνια;
-Δεν μπορώ γιατί έχω κι άλλα παιδιά να νοιαστώ και βιος πολύ να κουμαντάρω. Δε δίνω.
Οι άγιοι ρώτησαν τότε τη μάνα.
-Δεν μπορώ, γιατί έχω να φτιάξω προικιά για τις θυγατέρες μου και να τους παρασταθώ στο γάμο τους, να τις συμβουλέψω. Δε δίνω.
Γυρνούν οι άγιοι στη γυναίκα του και τη ρωτούν.
-Δίνεις στον άντρα σου λίγα απ' τα δικά σου χρόνια;
Τότε εκείνη ξέπλεξε τα μαλλιά της, χούφτωσε τα μισά κι είπε:
-Τόσα του δίνω. Τα μισά μου χρόνια!
Θαύμασαν όλοι με την αγάπη της γυναίκας που νίκησε ακόμα και το γραφτό της Μοίρας, κι είχαν να το λένε...
Από τότε οι γυναίκες έχουν μια χωρίστρα στη μέση στο κεφάλι...
-Όταν θα μεγαλώσει και θα 'ρθει η μέρα να γίνει ο γάμος του, θα περάσει ένα ποτάμι κι εκεί μέσα θα πέσει και θα πνιγεί. Έτσι έγραψαν οι Μοίρες.
Αλλά ο Αι- Γιώργης και ο Αι- Δημήτρης, που παράστεκαν το παιδί, άκουσαν το ριζικό του και δεν το δέχτηκαν.
-Αυτό είναι άδικο είπαν.
-Έτσι είναι γραμμένο, αποκρίθηκαν οι Μοίρες.
-Αν όμως θελήσει να του χαρίσει κάποιος λίγα χρόνια από τα δικά του, θα τ' αφήσετε το παιδί να ζήσει;
-Άμα βρεθεί τέτοιος άνθρωπος, θα ζήσει, είπαν οι Μοίρες.
Πέρασαν τα χρόνια κι ήρθε η ώρα του παιδιού να παντρευτεί.
Ο γάμος του έγινε σε άλλο χωριό, και στο γυρισμό για το σπίτι, το παλικάρι, η γυναίκα του και τα γονικά του βρέθηκαν μπροστά σε ένα ποτάμι. Τότε, ο Αι-Γιώργης και ο Αι-Δημήτρης, που τους συντρόφευαν καβάλα στ' άλογά τους, γιατί ήξεραν τι κακό ήταν γραμμένο του παιδιού, ξεπέζεψαν κι είπαν του πατέρα:
-Η τύχη του παιδιού σου είναι, τώρα που θα περάσει το ποτάμι να πνιγεί. Θα γλυτώσει μόνο αν βρεθεί ένας άνθρωπος να του δώσει λίγα από τα χρόνια του. Δίνεις εσύ, που είσαι ο πατέρας του, λίγα από τα δικά σου χρόνια;
-Δεν μπορώ γιατί έχω κι άλλα παιδιά να νοιαστώ και βιος πολύ να κουμαντάρω. Δε δίνω.
Οι άγιοι ρώτησαν τότε τη μάνα.
-Δεν μπορώ, γιατί έχω να φτιάξω προικιά για τις θυγατέρες μου και να τους παρασταθώ στο γάμο τους, να τις συμβουλέψω. Δε δίνω.
Γυρνούν οι άγιοι στη γυναίκα του και τη ρωτούν.
-Δίνεις στον άντρα σου λίγα απ' τα δικά σου χρόνια;
Τότε εκείνη ξέπλεξε τα μαλλιά της, χούφτωσε τα μισά κι είπε:
-Τόσα του δίνω. Τα μισά μου χρόνια!
Θαύμασαν όλοι με την αγάπη της γυναίκας που νίκησε ακόμα και το γραφτό της Μοίρας, κι είχαν να το λένε...
Από τότε οι γυναίκες έχουν μια χωρίστρα στη μέση στο κεφάλι...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΜΟΝΟ ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΑ ΣΧΟΛΙΑ