Από τον Θανάση Γιαλκέτση
Η συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννηση του Αλμπέρ Καμί (1913-1960) είναι μια αφορμή για να ακούσουμε ξανά τη φωνή του.
Το ακόλουθο κείμενο του Αλμπέρ Καμί δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του 1948 στην εφημερίδα «La Gauche»:
Μερικές φορές σκέφτομαι, αν δεν έχω κάτι καλύτερο, για τη δημοκρατία (στο να κάνω μετρό, φυσικά).
Είναι γνωστό ότι υπάρχει σύγχυση στα μυαλά των ανθρώπων σχετικά με αυτή την πολύτιμη έννοια. Και καθώς μου αρέσει να ξανασυναντιέμαι με τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ανθρώπων, αναζητώ τους ορισμούς που θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτοί από αυτόν τον μεγάλο αριθμό.
Δεν είναι εύκολο και δεν ισχυρίζομαι ότι το έχω κατορθώσει.
Αλλά νομίζω ότι μπορούμε να φτάσουμε σε κάποια ωφέλιμη προσέγγιση.
Για να είμαι σύντομος, ιδού μία: η δημοκρατία είναι η κοινωνική και πολιτική άσκηση της μετριοφροσύνης. Πρέπει να την εξηγήσουμε.
Γνωρίζω δύο τύπους αντιδραστικής επιχειρηματολογίας (δεδομένου ότι όλα πρέπει να διευκρινίζονται, ας συμφωνήσουμε να αποκαλούμε αντιδραστική κάθε συμπεριφορά που αποβλέπει στο να αυξάνει γενικά τις οικονομικές και πολιτικές δουλείες που βαραίνουν πάνω στους ανθρώπους).
Αυτές οι δύο επιχειρηματολογίες κινούνται σε αντίθετες κατευθύνσεις, αλλά έχουν το κοινό χαρακτηριστικό να εκφράζουν μιαν απόλυτη βεβαιότητα.
Η πρώτη έγκειται στο να λένε: «Δεν θα μπορέσουν ποτέ να αλλάξουν τους ανθρώπους».
Συμπέρασμα: «Οι πόλεμοι είναι αναπόφευκτοι, η κοινωνική και πολιτική δουλεία είναι μέσα στη φύση των πραγμάτων, ας αφήσουμε τους εκτελεστές να σκοτώνουν και ας καλλιεργήσουμε τον κήπο μας». Η άλλη έγκειται στο να λένε: «Μπορούμε να αλλάξουμε τους ανθρώπους.
Αλλά η απελευθέρωσή τους εξαρτάται από τον τάδε παράγοντα και χρειάζεται να δράσουμε με τον δείνα τρόπο για το καλό τους».
Συμπέρασμα: είναι λογικό να καταπιέζουμε:
1) εκείνους που νομίζουν ότι δεν είναι δυνατή καμία αλλαγή,
2) εκείνους που δεν συμφωνούν γα τον εν λόγω παράγοντα,
3) εκείνους που, μολονότι συμφωνούν για τον παράγοντα, δεν συμφωνούν για τα μέσα που πρόκειται να τον αλλάξουν,
4) όλους εκείνους γενικά που θεωρούν ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Συνολικά, τα τρία τέταρτα της ανθρωπότητας.
Και στις δύο περιπτώσεις βρισκόμαστε μπροστά σε μια πεισματική απλούστευση του προβλήματος. Και στις δύο περιπτώσεις εισάγονται στο κοινωνικό πρόβλημα μια σταθερότητα ή ένας απόλυτος ντετερμινισμός, που δεν μπορούν λογικά να βρεθούν σε αυτό.
Και στις δύο περιπτώσεις αισθάνονται ότι κατέχουν αρκετές βεβαιότητες, ώστε να διαμορφώνουν ή να αφήνουν να διαμορφωθεί η Ιστορία με βάση αυτές τις αρχές και ώστε να δικαιολογούν ή να επιδεινώνουν τον ανθρώπινο πόνο.
Νομίζω ότι αυτά τα πνεύματα, τα τόσο διαφορετικά, των οποίων όμως οι πεποιθήσεις αδιαφορούν εξίσου για τη δυστυχία των άλλων, είναι αξιοθαύμαστα.
Αλλά πρέπει τουλάχιστον να τα αποκαλούμε με το όνομά τους και να λέμε τι είναι ικανά και τι δεν είναι ικανά να κάνουν.
Από τη δική μου μεριά, εγώ λέω ότι είναι πνεύματα που κυριαρχούνται από υπεροψία και ότι μπορούν να φτάσουν σε όλα εκτός από την απελευθέρωση του ανθρώπου και από μια πραγματική δημοκρατία. Υπάρχει μια φράση που η Σιμόν Βέιλ είχε το θάρρος να γράψει και που, με τη ζωή της και με τον θάνατό της, είχε το δικαίωμα να γράψει: « Ποιος μπορεί να θαυμάζει τον Αλέξανδρο ολόψυχα, αν δεν έχει κατώτερη ψυχή;»
Ναι, ποιος μπορεί να μετράει τις μεγαλύτερες κατακτήσεις του λόγου ή της ισχύος με τα ασύλληπτα βάσανα που αντιπροσωπεύουν, αν δεν έχει μια καρδιά ανίκανη για την πιο απλή συμπάθεια και ένα πνεύμα ξένο προς κάθε έννοια δικαιοσύνης!
Γι’ αυτό νομίζω ότι η δημοκρατία, είτε είναι κοινωνική είτε πολιτική, δεν μπορεί να θεμελιώνεται πάνω σε μια πολιτική φιλοσοφία που αξιώνει να γνωρίζει και να ρυθμίζει τα πάντα.
Η δημοκρατία δεν είναι το καλύτερο από τα καθεστώτα.
Είναι το λιγότερο κακό.
Έχουμε δοκιμάσει λίγο όλα τα καθεστώτα και τώρα το γνωρίζουμε.
Αλλά ένα δημοκρατικό καθεστώς μπορεί να επινοηθεί, να δημιουργηθεί και να υποστηριχθεί μόνον από ανθρώπους που γνωρίζουν ότι δεν τα ξέρουν όλα, που αρνούνται να αποδεχθούν την προλεταριακή συνθήκη και που δεν συμφιλιώνονται ποτέ με τη δυστυχία των άλλων, αλλά ακριβώς αρνούνται να επιδεινώσουν αυτήν τη δυστυχία στο όνομα μιας θεωρίας ή ενός τυφλού μεσσιανισμού.
Ο αντιδραστικός του Παλαιού Καθεστώτος υποστήριζε ότι ο λόγος δεν ρυθμίζει τίποτα.
Ο αντιδραστικός του νέου καθεστώτος θεωρεί ότι ο λόγος θα ρυθμίζει τα πάντα.
Ο αληθινός δημοκράτης πιστεύει ότι ο λόγος μπορεί να φωτίζει μεγάλο αριθμό προβλημάτων και ίσως να ρυθμίζει άλλα τόσα. Αλλά δεν πιστεύει ότι ο λόγος βασιλεύει, ως μόνος κυρίαρχος, σε ολόκληρο τον κόσμο.
Το αποτέλεσμα είναι ότι ο δημοκράτης είναι μετριόφρων.
Ομολογεί ένα ορισμένο ποσοστό άγνοιας, αναγνωρίζει τον εν μέρει ριψοκίνδυνο χαρακτήρα της προσπάθειάς του και το ότι δεν τα κατέχει όλα.
Και, με αφετηρία αυτήν την παραδοχή, αναγνωρίζει ότι χρειάζεται να συμβουλεύεται τους άλλους, να συμπληρώνει εκείνο που δεν γνωρίζει με αυτό που εκείνοι γνωρίζουν.
Δεν αναγνωρίζει κανένα δικαίωμα που να μην του έχει δοθεί από τους άλλους και να μην υπόκειται στη διαρκή συμφωνία τους.
Οποια απόφαση και αν κλήθηκε να πάρει, αποδέχεται ότι οι άλλοι, για τους οποίους πάρθηκε αυτή η απόφαση, μπορούν να την κρίνουν διαφορετικά και να του το λένε.
Η αυθεντική δημοκρατία αναφέρεται πάντοτε στη βάση, επειδή υποθέτει ότι σε αυτό το πεδίο καμιά αλήθεια δεν είναι απόλυτη και ότι οι εμπειρίες διαφόρων ανθρώπων, αθροιζόμενες η μια με την άλλη, αντιπροσωπεύουν μια προσέγγιση στην αλήθεια πιο πολύτιμη από μια συνεκτική αλλά εσφαλμένη θεωρία.
Η δημοκρατία δεν υπερασπίζεται μιαν αφηρημένη ιδέα ούτε μια λαμπρή φιλοσοφία.
Υπερασπίζεται τους δημοκράτες, πράγμα που σημαίνει ότι ζητάει από αυτούς να αποφασίσουν για τα μέσα που είναι πιο κατάλληλα για να εξασφαλίσουν την άμυνά τους.
Κατανοώ καλά ότι μια τόσο συνετή αντίληψη δεν είναι απαλλαγμένη από κινδύνους.
Κατανοώ καλά ότι η πλειοψηφία μπορεί να κάνει λάθος την ίδια τη στιγμή που η μειοψηφία βλέπει καθαρά.
Γι’ αυτό λέω ότι η δημοκρατία δεν είναι το καλύτερο καθεστώς.
Χρειάζεται όμως να συγκρίνουμε τους κινδύνους αυτής της αντίληψης με εκείνους που προκύπτουν από μια πολιτική φιλοσοφία η οποία υποτάσσει τα πάντα στις δικές της απαιτήσεις.
Στη βάση της εμπειρίας, χρειάζεται να αποδεχθούμε μιαν ελαφρά απώλεια ταχύτητας παρά να αφεθούμε να μας παρασύρει ένας ορμητικός χείμαρρος.
Εξάλλου, η ίδια η μετριοφροσύνη προϋποθέτει ότι η μειοψηφία μπορεί να εισακουστεί και ότι θα ληφθούν υπόψη οι γνώμες της.
Γι’ αυτό λέω ότι η δημοκρατία είναι το λιγότερο κακό καθεστώς.
Ξεκινώντας από δω, δεν είναι λυμένα όλα τα ζητήματα.
Και γι’ αυτό ο συγκεκριμένος ορισμός δεν είναι οριστικός.
Επιτρέπει όμως να εξετάσουμε υπό ένα ορισμένο φως τα προβλήματα που μας πιέζουν και που η αρχή τους σχετίζεται με την ιδέα της επανάστασης και με την έννοια της βίας.
Επιτρέπει όμως να αρνηθούμε στο χρήμα όπως και στην αστυνομία το δικαίωμα να αποκαλούν δημοκρατία αυτό που δεν είναι δημοκρατία.
efsyn
exodosblog
Η συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννηση του Αλμπέρ Καμί (1913-1960) είναι μια αφορμή για να ακούσουμε ξανά τη φωνή του.
Το ακόλουθο κείμενο του Αλμπέρ Καμί δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του 1948 στην εφημερίδα «La Gauche»:
Μερικές φορές σκέφτομαι, αν δεν έχω κάτι καλύτερο, για τη δημοκρατία (στο να κάνω μετρό, φυσικά).
Είναι γνωστό ότι υπάρχει σύγχυση στα μυαλά των ανθρώπων σχετικά με αυτή την πολύτιμη έννοια. Και καθώς μου αρέσει να ξανασυναντιέμαι με τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ανθρώπων, αναζητώ τους ορισμούς που θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτοί από αυτόν τον μεγάλο αριθμό.
Δεν είναι εύκολο και δεν ισχυρίζομαι ότι το έχω κατορθώσει.
Αλλά νομίζω ότι μπορούμε να φτάσουμε σε κάποια ωφέλιμη προσέγγιση.
Για να είμαι σύντομος, ιδού μία: η δημοκρατία είναι η κοινωνική και πολιτική άσκηση της μετριοφροσύνης. Πρέπει να την εξηγήσουμε.
Γνωρίζω δύο τύπους αντιδραστικής επιχειρηματολογίας (δεδομένου ότι όλα πρέπει να διευκρινίζονται, ας συμφωνήσουμε να αποκαλούμε αντιδραστική κάθε συμπεριφορά που αποβλέπει στο να αυξάνει γενικά τις οικονομικές και πολιτικές δουλείες που βαραίνουν πάνω στους ανθρώπους).
Αυτές οι δύο επιχειρηματολογίες κινούνται σε αντίθετες κατευθύνσεις, αλλά έχουν το κοινό χαρακτηριστικό να εκφράζουν μιαν απόλυτη βεβαιότητα.
Η πρώτη έγκειται στο να λένε: «Δεν θα μπορέσουν ποτέ να αλλάξουν τους ανθρώπους».
Συμπέρασμα: «Οι πόλεμοι είναι αναπόφευκτοι, η κοινωνική και πολιτική δουλεία είναι μέσα στη φύση των πραγμάτων, ας αφήσουμε τους εκτελεστές να σκοτώνουν και ας καλλιεργήσουμε τον κήπο μας». Η άλλη έγκειται στο να λένε: «Μπορούμε να αλλάξουμε τους ανθρώπους.
Αλλά η απελευθέρωσή τους εξαρτάται από τον τάδε παράγοντα και χρειάζεται να δράσουμε με τον δείνα τρόπο για το καλό τους».
Συμπέρασμα: είναι λογικό να καταπιέζουμε:
1) εκείνους που νομίζουν ότι δεν είναι δυνατή καμία αλλαγή,
2) εκείνους που δεν συμφωνούν γα τον εν λόγω παράγοντα,
3) εκείνους που, μολονότι συμφωνούν για τον παράγοντα, δεν συμφωνούν για τα μέσα που πρόκειται να τον αλλάξουν,
4) όλους εκείνους γενικά που θεωρούν ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Συνολικά, τα τρία τέταρτα της ανθρωπότητας.
Και στις δύο περιπτώσεις βρισκόμαστε μπροστά σε μια πεισματική απλούστευση του προβλήματος. Και στις δύο περιπτώσεις εισάγονται στο κοινωνικό πρόβλημα μια σταθερότητα ή ένας απόλυτος ντετερμινισμός, που δεν μπορούν λογικά να βρεθούν σε αυτό.
Και στις δύο περιπτώσεις αισθάνονται ότι κατέχουν αρκετές βεβαιότητες, ώστε να διαμορφώνουν ή να αφήνουν να διαμορφωθεί η Ιστορία με βάση αυτές τις αρχές και ώστε να δικαιολογούν ή να επιδεινώνουν τον ανθρώπινο πόνο.
Νομίζω ότι αυτά τα πνεύματα, τα τόσο διαφορετικά, των οποίων όμως οι πεποιθήσεις αδιαφορούν εξίσου για τη δυστυχία των άλλων, είναι αξιοθαύμαστα.
Αλλά πρέπει τουλάχιστον να τα αποκαλούμε με το όνομά τους και να λέμε τι είναι ικανά και τι δεν είναι ικανά να κάνουν.
Από τη δική μου μεριά, εγώ λέω ότι είναι πνεύματα που κυριαρχούνται από υπεροψία και ότι μπορούν να φτάσουν σε όλα εκτός από την απελευθέρωση του ανθρώπου και από μια πραγματική δημοκρατία. Υπάρχει μια φράση που η Σιμόν Βέιλ είχε το θάρρος να γράψει και που, με τη ζωή της και με τον θάνατό της, είχε το δικαίωμα να γράψει: « Ποιος μπορεί να θαυμάζει τον Αλέξανδρο ολόψυχα, αν δεν έχει κατώτερη ψυχή;»
Ναι, ποιος μπορεί να μετράει τις μεγαλύτερες κατακτήσεις του λόγου ή της ισχύος με τα ασύλληπτα βάσανα που αντιπροσωπεύουν, αν δεν έχει μια καρδιά ανίκανη για την πιο απλή συμπάθεια και ένα πνεύμα ξένο προς κάθε έννοια δικαιοσύνης!
Γι’ αυτό νομίζω ότι η δημοκρατία, είτε είναι κοινωνική είτε πολιτική, δεν μπορεί να θεμελιώνεται πάνω σε μια πολιτική φιλοσοφία που αξιώνει να γνωρίζει και να ρυθμίζει τα πάντα.
Η δημοκρατία δεν είναι το καλύτερο από τα καθεστώτα.
Είναι το λιγότερο κακό.
Έχουμε δοκιμάσει λίγο όλα τα καθεστώτα και τώρα το γνωρίζουμε.
Αλλά ένα δημοκρατικό καθεστώς μπορεί να επινοηθεί, να δημιουργηθεί και να υποστηριχθεί μόνον από ανθρώπους που γνωρίζουν ότι δεν τα ξέρουν όλα, που αρνούνται να αποδεχθούν την προλεταριακή συνθήκη και που δεν συμφιλιώνονται ποτέ με τη δυστυχία των άλλων, αλλά ακριβώς αρνούνται να επιδεινώσουν αυτήν τη δυστυχία στο όνομα μιας θεωρίας ή ενός τυφλού μεσσιανισμού.
Ο αντιδραστικός του Παλαιού Καθεστώτος υποστήριζε ότι ο λόγος δεν ρυθμίζει τίποτα.
Ο αντιδραστικός του νέου καθεστώτος θεωρεί ότι ο λόγος θα ρυθμίζει τα πάντα.
Ο αληθινός δημοκράτης πιστεύει ότι ο λόγος μπορεί να φωτίζει μεγάλο αριθμό προβλημάτων και ίσως να ρυθμίζει άλλα τόσα. Αλλά δεν πιστεύει ότι ο λόγος βασιλεύει, ως μόνος κυρίαρχος, σε ολόκληρο τον κόσμο.
Το αποτέλεσμα είναι ότι ο δημοκράτης είναι μετριόφρων.
Ομολογεί ένα ορισμένο ποσοστό άγνοιας, αναγνωρίζει τον εν μέρει ριψοκίνδυνο χαρακτήρα της προσπάθειάς του και το ότι δεν τα κατέχει όλα.
Και, με αφετηρία αυτήν την παραδοχή, αναγνωρίζει ότι χρειάζεται να συμβουλεύεται τους άλλους, να συμπληρώνει εκείνο που δεν γνωρίζει με αυτό που εκείνοι γνωρίζουν.
Δεν αναγνωρίζει κανένα δικαίωμα που να μην του έχει δοθεί από τους άλλους και να μην υπόκειται στη διαρκή συμφωνία τους.
Οποια απόφαση και αν κλήθηκε να πάρει, αποδέχεται ότι οι άλλοι, για τους οποίους πάρθηκε αυτή η απόφαση, μπορούν να την κρίνουν διαφορετικά και να του το λένε.
Η αυθεντική δημοκρατία αναφέρεται πάντοτε στη βάση, επειδή υποθέτει ότι σε αυτό το πεδίο καμιά αλήθεια δεν είναι απόλυτη και ότι οι εμπειρίες διαφόρων ανθρώπων, αθροιζόμενες η μια με την άλλη, αντιπροσωπεύουν μια προσέγγιση στην αλήθεια πιο πολύτιμη από μια συνεκτική αλλά εσφαλμένη θεωρία.
Η δημοκρατία δεν υπερασπίζεται μιαν αφηρημένη ιδέα ούτε μια λαμπρή φιλοσοφία.
Υπερασπίζεται τους δημοκράτες, πράγμα που σημαίνει ότι ζητάει από αυτούς να αποφασίσουν για τα μέσα που είναι πιο κατάλληλα για να εξασφαλίσουν την άμυνά τους.
Κατανοώ καλά ότι μια τόσο συνετή αντίληψη δεν είναι απαλλαγμένη από κινδύνους.
Κατανοώ καλά ότι η πλειοψηφία μπορεί να κάνει λάθος την ίδια τη στιγμή που η μειοψηφία βλέπει καθαρά.
Γι’ αυτό λέω ότι η δημοκρατία δεν είναι το καλύτερο καθεστώς.
Χρειάζεται όμως να συγκρίνουμε τους κινδύνους αυτής της αντίληψης με εκείνους που προκύπτουν από μια πολιτική φιλοσοφία η οποία υποτάσσει τα πάντα στις δικές της απαιτήσεις.
Στη βάση της εμπειρίας, χρειάζεται να αποδεχθούμε μιαν ελαφρά απώλεια ταχύτητας παρά να αφεθούμε να μας παρασύρει ένας ορμητικός χείμαρρος.
Εξάλλου, η ίδια η μετριοφροσύνη προϋποθέτει ότι η μειοψηφία μπορεί να εισακουστεί και ότι θα ληφθούν υπόψη οι γνώμες της.
Γι’ αυτό λέω ότι η δημοκρατία είναι το λιγότερο κακό καθεστώς.
Ξεκινώντας από δω, δεν είναι λυμένα όλα τα ζητήματα.
Και γι’ αυτό ο συγκεκριμένος ορισμός δεν είναι οριστικός.
Επιτρέπει όμως να εξετάσουμε υπό ένα ορισμένο φως τα προβλήματα που μας πιέζουν και που η αρχή τους σχετίζεται με την ιδέα της επανάστασης και με την έννοια της βίας.
Επιτρέπει όμως να αρνηθούμε στο χρήμα όπως και στην αστυνομία το δικαίωμα να αποκαλούν δημοκρατία αυτό που δεν είναι δημοκρατία.
efsyn
exodosblog
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΜΟΝΟ ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΑ ΣΧΟΛΙΑ