Δεν μοχθείς!
Ό, τι δεν μοχθείς δεν αγαπάς κι ό, τι δεν μοχθεί δεν αγαπιέται.
Το εύκολο δεν το εκτιμά κανείς, το δύσκολο αξίζει.
Η υγεία και η αγάπη, δυο ορφανά, δίχως οικογένεια -τον πατέρα μόχθο και την μάνα ευλάβεια!
Μια φορά κι έναν καιρό ήσαν δυο υπέροχα κορίτσια η Υγεία και η Αγάπη.
Η Υγεία ήταν λυγερή και η Αγάπη τροφαντή.
Πατέρας τους ήταν ο Μόχθος και μάνα τους η Ευλάβεια.
Κάθε που γύριζε ο Μόχθος έλαμπε η Ευλάβεια.
Είχαν μια θαυμάσια οικογένεια.
Οι μέρες ήτανε γιορτή και οι σχόλες γλεντοκόπια.
Έτσι κυλούσαν τα χρόνια γαλήνια και τρυφερά.
Μέχρι που ήρθε η θεία από την Αμερική καβάλα σε ένα ασπρόμαυρο άλογο και άραξε στο σαλόνι. Οκνηρία το όνομα της.
Μέσα στην κοιλιά του αλόγου ήσαν κρυμμένοι ο Πλούτος ο κραταιός, η Χλιδή η λαμπερή και η Ύβρις η ατίθαση.
Κάτω από την ουρά του αλόγου, μια γυάλινη κρύπτη, πέρασε απαρατήρητη.
Αυτό τη μέρα γιατί σαν ήρθε η νύχτα κι έπεσε το σκοτάδι έλαμψε σαν αστραπή και ξεπήδησαν από μέσα ο Πλούτος και οι αδελφές του.
Ξεχύθηκαν μεμιάς σε κάθε γωνιά, σκόρπισαν στο σπίτι.
Ο Μόχθος δεν έβγαινε πια από το σπίτι και η Ευλάβεια μαράζωνε.
Συμφορά μεγάλη εύρη το σπίτι, το έζωσε η δυστυχία και το σκέπασε η καταχνιά.
Ώσπου ο Μόχθος και η Ευλάβεια πέθαναν από μαρασμό (πρόωρη γήρανση), μέσα σε ένα χρόνο.
Η Υγεία και η Αγάπη απέμειναν ορφανές.
Η πρώτη αρρώστησε βαριά κι η δεύτερη απομονώθηκε σ’ ένα ανήλιαγο κελί!
Κανείς δεν δίνει σημασία πια στα δυο ορφανά.
Οι γιατροί στη γη του εμπορίου δεν έχουν σύνορα κι ο φαρισαϊσμός διαρρηγνύει τα ιμάτιά του για το πόνο κάποιου τυχάρπαστου, που φέρνει η κιβωτός του κόσμου, από τα παράλια της Μικράς Ασίας!
Τούτες τις μέρες συνήθισαν οι άνθρωποι στις ευχές.
Κούφια λόγια σε αντίγραφα.
Τυπολατρία!
Εύχονται «της Παναγίας τα μάτια».
Εύχονται για να ξορκίσουν κι όχι για να αποκτήσουν.
Πώς να αποκτήσεις τάχα, δίχως κόπο.
Μα αν δεν κουνήσεις από την οθόνη, πώς να βρεις την υγειά, που να βρεις την αγάπη;
Τι προσδοκάς από μια ευχή που δίνεις ή ακόμη χειρότερα που λαβαίνεις;
Δεν μπορείς να λέγεσαι άνθρωπος όταν γυρεύεις τα ψίχουλα των άλλων.
Όταν κλέβεις τον κόπο των άλλων.
Και δεν μπορείς να λέγεσαι άνθρωπος όταν «λιάζεσαι» στις πισίνες κι έχεις υπηρέτες, ή όταν «λιάζεσαι» στις ρούγες κι έχεις αφεντάδες!
Κι επ' ουδενί δεν μπορείς να λέγεσαι άνθρωπος επειδή έχεις γλώσσα, δεν κόπιασες στιγμή, άλλοι στην έδωσαν και δη Ελληνική!
Πες μου τι κόπιασες.
Όχι τι είπες.
Ούτε τι ένιωσες, για να μπορείς να λέγεσαι άνθρωπος κι όχι πίθηκος.
Rory Gas
Ό, τι δεν μοχθείς δεν αγαπάς κι ό, τι δεν μοχθεί δεν αγαπιέται.
Το εύκολο δεν το εκτιμά κανείς, το δύσκολο αξίζει.
Η υγεία και η αγάπη, δυο ορφανά, δίχως οικογένεια -τον πατέρα μόχθο και την μάνα ευλάβεια!
Μια φορά κι έναν καιρό ήσαν δυο υπέροχα κορίτσια η Υγεία και η Αγάπη.
Η Υγεία ήταν λυγερή και η Αγάπη τροφαντή.
Πατέρας τους ήταν ο Μόχθος και μάνα τους η Ευλάβεια.
Κάθε που γύριζε ο Μόχθος έλαμπε η Ευλάβεια.
Είχαν μια θαυμάσια οικογένεια.
Οι μέρες ήτανε γιορτή και οι σχόλες γλεντοκόπια.
Έτσι κυλούσαν τα χρόνια γαλήνια και τρυφερά.
Μέχρι που ήρθε η θεία από την Αμερική καβάλα σε ένα ασπρόμαυρο άλογο και άραξε στο σαλόνι. Οκνηρία το όνομα της.
Μέσα στην κοιλιά του αλόγου ήσαν κρυμμένοι ο Πλούτος ο κραταιός, η Χλιδή η λαμπερή και η Ύβρις η ατίθαση.
Κάτω από την ουρά του αλόγου, μια γυάλινη κρύπτη, πέρασε απαρατήρητη.
Αυτό τη μέρα γιατί σαν ήρθε η νύχτα κι έπεσε το σκοτάδι έλαμψε σαν αστραπή και ξεπήδησαν από μέσα ο Πλούτος και οι αδελφές του.
Ξεχύθηκαν μεμιάς σε κάθε γωνιά, σκόρπισαν στο σπίτι.
Ο Μόχθος δεν έβγαινε πια από το σπίτι και η Ευλάβεια μαράζωνε.
Συμφορά μεγάλη εύρη το σπίτι, το έζωσε η δυστυχία και το σκέπασε η καταχνιά.
Ώσπου ο Μόχθος και η Ευλάβεια πέθαναν από μαρασμό (πρόωρη γήρανση), μέσα σε ένα χρόνο.
Η Υγεία και η Αγάπη απέμειναν ορφανές.
Η πρώτη αρρώστησε βαριά κι η δεύτερη απομονώθηκε σ’ ένα ανήλιαγο κελί!
Κανείς δεν δίνει σημασία πια στα δυο ορφανά.
Οι γιατροί στη γη του εμπορίου δεν έχουν σύνορα κι ο φαρισαϊσμός διαρρηγνύει τα ιμάτιά του για το πόνο κάποιου τυχάρπαστου, που φέρνει η κιβωτός του κόσμου, από τα παράλια της Μικράς Ασίας!
Τούτες τις μέρες συνήθισαν οι άνθρωποι στις ευχές.
Κούφια λόγια σε αντίγραφα.
Τυπολατρία!
Εύχονται «της Παναγίας τα μάτια».
Εύχονται για να ξορκίσουν κι όχι για να αποκτήσουν.
Πώς να αποκτήσεις τάχα, δίχως κόπο.
Μα αν δεν κουνήσεις από την οθόνη, πώς να βρεις την υγειά, που να βρεις την αγάπη;
Τι προσδοκάς από μια ευχή που δίνεις ή ακόμη χειρότερα που λαβαίνεις;
Δεν μπορείς να λέγεσαι άνθρωπος όταν γυρεύεις τα ψίχουλα των άλλων.
Όταν κλέβεις τον κόπο των άλλων.
Και δεν μπορείς να λέγεσαι άνθρωπος όταν «λιάζεσαι» στις πισίνες κι έχεις υπηρέτες, ή όταν «λιάζεσαι» στις ρούγες κι έχεις αφεντάδες!
Κι επ' ουδενί δεν μπορείς να λέγεσαι άνθρωπος επειδή έχεις γλώσσα, δεν κόπιασες στιγμή, άλλοι στην έδωσαν και δη Ελληνική!
Πες μου τι κόπιασες.
Όχι τι είπες.
Ούτε τι ένιωσες, για να μπορείς να λέγεσαι άνθρωπος κι όχι πίθηκος.
Rory Gas
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΜΟΝΟ ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΑ ΣΧΟΛΙΑ