Η ψυχή μου νεκρή... μια ψυχή σε αποσύνθεση
Πέμπτη μεσάνυχτα, με τα σκηνικά να εναλλάσσονται διαρκώς και αδιάκοπα.
Ένα βομβαρδισμένο τοπίο το σώμα μου και η ψυχή μου.
« Διασώστες » προσπαθούν να σώσουν οτιδήποτε σώζεται στα τόσο πλέον «εύθραυστα εσωτερικά ζωτικά μου όργανα».
Μια δυνατή από μακριά φωνή ακούγεται να φωνάζει στους « διασώστες »:
«Ότι αξίζει δεν χάνεται, μην πάψετε να πολεμάτε γι αυτό το σώμα και για κάθε σώμα που είναι τόσο εύθραυστο, μα συνάμα και τόσο χρήσιμο σε όλους
Τελικά τα καταφέρνουν και με σώζουν.
Εγώ ξέπνοη προσπαθώ να μιλήσω, μα αυτοί οι φρικτοί πόνοι δεν με αφήνουν έτσι παραμένω στην προσπάθεια ξέπνοη αλλά με προσπάθεια πάντα.
Αυτή η κοινωνία όμως πάντα απών…
Διασώστες είναι και μια πολιτεία, μια κοινωνία, που όταν ένας άνθρωπος για οποιοδήποτε λόγο βρίσκεται στα βαθιά νερά, χωρίς εφόδια, χωρίς κουπιά και πανιά, τρέχουν να σώσουν αυτή την ψυχή. Πόσο μάλλον μια νέα ψυχή, ένα νέο παιδί που είναι στη κλίνη του εδώ και 4 χρόνια.Μα πώς μπορεί κάποιος να είναι μπροστά σ’ ένα νέο παιδί που «πνίγεται» και να κάνει έστω τα στραβά μάτια;
Πώς μπορεί πολύ περισσότερο να οδηγεί αυτό το νεαρό παιδί, στον φριχτό πνιγμό, στον θάνατο; Φτάνει η δικαιολογία των εντολών;
Φτάνει η δικαιολογία της κεντρικής κυβερνητικής κατεύθυνσης;
Τί φτάνει για να οδηγήσει εσένα κ Υπουργέ μου (προς Υπ. Υγεία κ Πέτρο Πετρίδη), και σ εσάς όλους τους αρμόδιους, τι φτάνει λέω ενδεχομένως, να στρέφεται το βλέμμα σας από την αντίθετη πλευρά και να σφυρίζεται αδιάφορα, από ένα νεαρό πλάσμα που πνίγεται, επώδυνα βασανιστικά φρικτά;;
Θα πάρω απάντηση άραγε;
Ο ρατσισμός θα μου πείτε, η διδασκαλία για την κατωτερότητα του άλλου, της φτώχειας του… μιας οικογένειας και συγκεκριμένα αφού μιλάω για μένα, της δικιάς μου οικογένειας που είναι φτωχή αλλά περήφανη ταυτόχρονα.
Όμως έλαχε να είναι και μονογονεϊκή οικογένεια… ποιος να φωνάξει και να ακούσει αυτή την μάνα που βλέπει το παιδί της να πεθαίνει αβοήθητο ενώ υπάρχουν ελπίδες, έστω και αν αυτές είναι λίγες…;;
ενώ αν υπήρχε και πατέρας θα άκουγαν αμέσως και αρμόδιοι και υπουργοί και κοινωνία και πολιτεία… το γιατί;;;
επειδή θα τους τα έκανε όλα μπάχαλο, είτε ευγενικά είτε με τον άλλο τρόπο…
Σας προκαλώ, ελάτε εσείς οι αρμόδιοι να με κοιτάξετε στα μάτια κατάματα και να μου πείτε – «εσένα κορίτσι μου δεν σε χρειαζόμαστε στην κοινωνία μας γιατί είσαι ανήμπορη» … αν έχει τα κότσια ας έρθει… αλλά θέλω εξήγηση και απάντηση…
Λυπάμαι, αλλά δεν μου φτάνει ούτε αυτό.
Γιατί μιλάμε για μωρά, για νεαρά άτομα, (δεν μιλάω μόνο για μένα, μα με αφορμή του εμένα μιλάω και για όλους που δεν τολμούν να μιλήσουν)… μιλάμε για ανθρώπινες ψυχές που «πνίγονται»
Με κατευθύνουν στην απονέκρωση, και τέλος στην αποσύνθεση της ψυχής και «αισίως για εσάς, και του σώματος».
Μια κοινωνία ολόκληρη στο βωμό της αδράνειας, στην αδιαφορία για τον πλησίον, στη σιωπή των αμνών, που θα θυσιαστούν με τη σειρά τους, αποχαυνωμένοι στον καναπέ. Τα ξέρω όλα αυτά, αλλά δεν μου φτάνουν.
Γιατί είναι κάτι πιο βαθύ που με πονάει φρικτά και δεν μπορώ να ζήσω αν όχι φυσιολογικά όπως εσύ κύριοι αρμόδιοι και κύριοι της πολιτείας και κοινωνίας, και έτσι με καταδικάζεται στην κλίνη μου μέχρι τον θάνατο μου.
Αυτό το γράμμα, άρθρο, κείμενο, πάρτε το όπως θέλετε, είναι για εσάς κ υπουργέ υγείας, προς αξιότιμο, κ Πέτρο Πετρίδη και προς τον αξιότιμο πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, κ Νίκο Αναστασιάδη.
Θα περιμένω απάντηση σας
Τα σύννεφα πυκνά μαζεύονται κι απειλούν την ισορροπία μου σ έναν κόσμο αβέβαιο.
Ας μπορούσα να τα σταματήσω.
Ας μπορούσα να φύγω μέσα από μια στενή λουρίδα ουρανού.
Να πετάξω ελεύθερα και ελεύθερη μακριά απ όλα που με πονάνε φρικτά.
Μακριά από την κλίνη μου επιτέλους.
Να πετάξω στα όνειρα μου.
Τα σύννεφα έχουν μαυρίσει τον ορίζοντα, την πόλη, την καρδιά μου, μέχρι και το σώμα μου ακόμη, και κάθε ελπίδα έχει χαθεί.
Τα σύννεφα που με σκεπάζουν είναι η σιωπή μου.
Από το ανοιχτό παράθυρο μου κοιτάζω πως πέφτουν οι στάλες και προσπαθώ να καταλάβω αν είναι στάλες από βροχή ή στάλες από τα μάτια μου.
Τότε ο ουρανός ξεκίνησε να ξεσπάει σε κλάματα μαζί μου.
Τότε κατάλαβα πως οι στάλες που έπεφταν πάνω μου ήταν από τα μάτια μου.
Δάκρια ξανά.
Μια καταιγίδα ξέσπασε κραυγάζοντας και ενώθηκε με τις κραυγές τις δικές μου και του καθενός που βρέθηκε σε αυτή την πόλη μονάχος και παρατημένος.
Βαρέθηκα να περπατώ στην έρημο που μου επιβάλλεται - μα γνωστό πια δρόμο, με όλα τα σπίτια σιωπηλά, να με κοιτάζουν εχθρικά - θέλοντας να μου πάρουν την ζωή μου.
Να μου πάρετε την ζωή μου για να μπορείτε εσείς οι αρμόδιοι να μου αφαιρέσετε τα δικαιώματα μου είτε είναι υλικά είτε τα δικαιώματα στα όνειρα μου.
Τώρα ένας έναστρος, μα παγωμένος ουρανός, με συνθλίβει και με κάνει να τρέχω και να σέρνω τα βήματα μου προς το σπίτι μου.
Χάνομαι μέσα στο σπίτι μόνη ξανά στην κλίνη μου με τα ίδια σκηνικά που ενίοτε εναλλάσσονται ραγδαία απότομα με απειλή την ζωή μου.
Μόνη, έρημη, αινιγματική, μέσα από εκεί που ήρθα αφήνοντας πίσω μου ένα χαμόγελο παντοτινό. Κανείς ποτέ δεν θα μου μάθει αν ήρθα, αν έφυγα, και αν πράγματι υπήρξα κάποτε ανάμεσα σας τυχαία…
Μαρία-Νεφέλη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΜΟΝΟ ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΑ ΣΧΟΛΙΑ